ευθύπνους: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=εὐθύπνους, -ουν και [[εὐθύπνοος]], -οον (Α)<br /><b>1.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει [[κατευθείαν]] ( | |mltxt=εὐθύπνους, -ουν και [[εὐθύπνοος]], -οον (Α)<br /><b>1.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει [[κατευθείαν]] («θοαῖς... ἄν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πρόσωπο]]) αυτός που αναπνέει ελεύθερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνόος]] <span style="color: red;"><</span> [[πνοή]]), [[πρβλ]]. [[πυρίπνους]], [[άπνους]]]. | ||
}} | }} |