εὔκρηνος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eykrinos | |Transliteration C=eykrinos | ||
|Beta Code=eu)/krhnos | |Beta Code=eu)/krhnos | ||
|Definition=Ep. also [[ἐΰκρηνος]]-, ον, (κρήνη) | |Definition=Ep. also [[ἐΰκρηνος]]-, ον, (κρήνη) [[well-watered]], πέτρη <span class="title">APl.</span>4.230 (Leon.); [[with fair fountains]], πτολίεθρον <span class="bibl">Call.<span class="title">Aet.</span>3.1.72</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:37, 24 August 2022
English (LSJ)
Ep. also ἐΰκρηνος-, ον, (κρήνη) well-watered, πέτρη APl.4.230 (Leon.); with fair fountains, πτολίεθρον Call.Aet.3.1.72.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκρηνος: -ον, (κρήνη) ἔχων κρήνας ὡραίας, καλοὺς πίδακας, καλῶς ἀρδευόμενος, Ἀνθ. Πλαν. 4. 330.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles sources.
Étymologie: εὖ, κρήνη.
Greek Monolingual
εὔκρηνος, -ον, επικ. τ. ἐΰκρηνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες
2. αυτός που αρδεύεται καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κρηνος (< κρήνη), πρβλ. αγχίκρηνος, καλλίκρηνος].
Greek Monotonic
εὔκρηνος: -ον (κρήνη), αυτός που ποτίζεται, αρδεύεται καλά, σε Ανθ.