καρικός: Difference between revisions
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Καρία<br /><b>2.</b> [[ευτελής]], αυτός που δεν έχει [[καμιά]] [[αξία]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>πάπ.</b> <i>τὸ Καρικόν</i><br />[[καρική]] [[συνοικία]] στη Μέμφιδα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «καρικὸν [[ἔλαιον]]» — [[είδος]] αλοιφής <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) «καρικὴ | |mltxt=[[καρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Καρία<br /><b>2.</b> [[ευτελής]], αυτός που δεν έχει [[καμιά]] [[αξία]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>πάπ.</b> <i>τὸ Καρικόν</i><br />[[καρική]] [[συνοικία]] στη Μέμφιδα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «καρικὸν [[ἔλαιον]]» — [[είδος]] αλοιφής <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) «καρικὴ μοῦσα» — [[είδος]] επικήδειου άσματος, [[θρήνος]], [[μοιρολόγι]] <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «καρικὰ αὐλήματα» — άσματα που ψάλλονταν με [[συνοδεία]] αυλοὺ σε συμπόσια (<b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) «καρικὸν [[μέλος]]» — [[ρυθμός]] συγκείμενος από τροχαίο και ίαμβο (<b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Κάρες</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> ([[πρβλ]]. [[ιωνικός]], [[φοινικικός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:00, 13 June 2022
Greek Monolingual
καρικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Καρία
2. ευτελής, αυτός που δεν έχει καμιά αξία
3. το ουδ. ως ουσ. πάπ. τὸ Καρικόν
καρική συνοικία στη Μέμφιδα
4. φρ. α) «καρικὸν ἔλαιον» — είδος αλοιφής (Ιπποκρ.)
β) «καρικὴ μοῦσα» — είδος επικήδειου άσματος, θρήνος, μοιρολόγι Πλάτ.)
γ) «καρικὰ αὐλήματα» — άσματα που ψάλλονταν με συνοδεία αυλοὺ σε συμπόσια (Αριστοφ.)
δ) «καρικὸν μέλος» — ρυθμός συγκείμενος από τροχαίο και ίαμβο (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κάρες + κατάλ. -ικός (πρβλ. ιωνικός, φοινικικός)].