μακροπτόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μακροπτόλεμος:''' долго воюющий Anth.
|elrutext='''μακροπτόλεμος:''' [[долго воюющий]] Anth.
}}
}}

Revision as of 13:15, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροπτόλεμος Medium diacritics: μακροπτόλεμος Low diacritics: μακροπτόλεμος Capitals: ΜΑΚΡΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: makroptólemos Transliteration B: makroptolemos Transliteration C: makroptolemos Beta Code: makropto/lemos

English (LSJ)

ὁ, A = Τηλέμαχος, Theoc.Syrinx 1.

Greek (Liddell-Scott)

μακροπτόλεμος: ὁ, ἡ, ὁ ἀείποτε πολεμῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Α. Π. 15, 21.

Greek Monolingual

μακροπτόλεμος, -ον (Α)
(κατά μεταφορά του ον. Τηλέμαχος) αυτός που πολεμά από μακριά, Τηλέμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πτόλεμος (πρβλ. λιποπτόλεμος, φυγοπτόλεμος)].

Russian (Dvoretsky)

μακροπτόλεμος: долго воюющий Anth.