μετασχολικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο η οποία ακολουθεί τη [[φοίτηση]] στο [[σχολείο]] («τα μετασχολικά [[χρόνια]] [[είναι]] κρίσιμα για τη ζωή ενός νέου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχολικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σχολή]]), [[εξωσχολικός]].
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο η οποία ακολουθεί τη [[φοίτηση]] στο [[σχολείο]] («τα μετασχολικά [[χρόνια]] [[είναι]] κρίσιμα για τη ζωή ενός νέου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχολικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σχολή]]), [[πρβλ]]. [[εξωσχολικός]].
}}
}}

Latest revision as of 09:57, 25 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο η οποία ακολουθεί τη φοίτηση στο σχολείο («τα μετασχολικά χρόνια είναι κρίσιμα για τη ζωή ενός νέου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + σχολικός (< σχολή), πρβλ. εξωσχολικός.