λογοπλόκος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που συντάσσει λόγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]] «[[επινοώ]]»), [[δολοπλόκος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=ο<br />αυτός που συντάσσει λόγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]] «[[επινοώ]]»), [[πρβλ]]. [[δολοπλόκος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:06, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο
αυτός που συντάσσει λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + πλόκος (< πλέκω «επινοώ»), πρβλ. δολοπλόκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].