ὀρθοκέφαλος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orthokefalos | |Transliteration C=orthokefalos | ||
|Beta Code=o)rqoke/falos | |Beta Code=o)rqoke/falos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[with head erect]], Apollon.<span class="title">Lex.</span> [[sub verbo|s.v.]] [[ὀρθοκραιράων]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:57, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, with head erect, Apollon.Lex. s.v. ὀρθοκραιράων.
German (Pape)
[Seite 374] mit aufrechtem Kopfe, Eust. und Apoll. L. H., Erkl. von ὀρθόκραιρος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων τὴν κεφαλὴν ὠρθωμένην, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. ὀρθόκραιρος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀρθοκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από ορθοκεφαλία, δηλ. που έχει μέσο βαθμό ύψους της κεφαλής ή του κρανίου
αρχ.
αυτός που έχει όρθιο, ανορθωμένο το κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. οξυκέφαλος.