θεουργός: Difference between revisions
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theourgos | |Transliteration C=theourgos | ||
|Beta Code=qeourgo/s | |Beta Code=qeourgo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[divine worker]], of the [[δημιουργός]], Dam.''Pr.''341.<br><span class="bld">II</span> [[performer of sacramental rites]], Jul.''Or.''5.173a, Procl.''in Alc.''p.150C., Iamb. ''Myst.''3.18.<br><span class="bld">III</span> as adjective, <b class="b3">ἡ θ. ἐνέργεια</b> ib.20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A divine worker, of the δημιουργός, Dam.Pr.341.
II performer of sacramental rites, Jul.Or.5.173a, Procl.in Alc.p.150C., Iamb. Myst.3.18.
III as adjective, ἡ θ. ἐνέργεια ib.20.
German (Pape)
[Seite 1198] göttliche Werke, Opfer verrichtend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θεουργός: -όν, ἐργαζόμενος τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ, σκεῦος θ., ἐπὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b. II. ὡς οὐσιαστ., ἱερεύς, Ἰάμβλ. Μυστ. 21, Πολυδ. Α΄, 14.
Greek Monolingual
-ό (AM θεουργός, -όν)
νεοελλ.
αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις
μσν.-αρχ.
αυτός που κάνει θεία έργα («ἡ θεουργός ἐνέργεια»)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο θεουργός
ο ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -εργος (< έργον), πρβλ. αγαθοεργός, συνεργός].