ἡλιόομαι: Difference between revisions
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
m (Text replacement - "of Place" to "of place") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡλιόομαι:''' (pass.)<br /><b class="num">1)</b> подвергаться действию палящего солнца (ἰσχνὸς ἀνὴρ [[πένης]], ἡλιωμένος Plat.; ἡλιωθέντες καὶ ῥιγώσαντες [[πάλιν]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> быть освещенным или согреваемым солнцем (τὰ [[ἄκρα]] ἡλιοῦται Arst.): τὸ ἡλιούμενον Xen., Arst. (тж. pl.) освещенное солнцем место, солнцепек. | |elrutext='''ἡλιόομαι:''' (pass.)<br /><b class="num">1)</b> [[подвергаться действию палящего солнца]] (ἰσχνὸς ἀνὴρ [[πένης]], ἡλιωμένος Plat.; ἡλιωθέντες καὶ ῥιγώσαντες [[πάλιν]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[быть освещенным или согреваемым солнцем]] (τὰ [[ἄκρα]] ἡλιοῦται Arst.): τὸ ἡλιούμενον Xen., Arst. (тж. pl.) освещенное солнцем место, солнцепек. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἡλιόομαι]],<br />Pass. to [[live]] in the sun, Plat.; τὸ ἡλιούμενον a [[sunny]] [[spot]], Xen. | |mdlsjtxt=[[ἡλιόομαι]],<br />Pass. to [[live]] in the sun, Plat.; τὸ ἡλιούμενον a [[sunny]] [[spot]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:15, 19 August 2022
English (LSJ)
Pass., A live in the sun, be exposed to the sun, ἡλιωμένος, opp. ἐσκιατροφηκώς, Pl.R.556d; of places, ὅπως ἡ γῆ ἡλιωθῇ Thphr. CP3.4.1, cf. HP1.10.3; τὰ ἡλιούμενα parts exposed to the sun, X.Oec. 19.18; -ούμενος ἀήρ Ath.Med. ap. Orib.9.5.1. 2 to be sun-struck, ἡλιοῦσθαι τὴν κεφαλήν Hp.Aër.3; or sunburnt, Muson.Fr.19p.107H. 3 to be illuminated by the sunlight, Arist.de An.419b31, Pr. 913a22:—late in Act. ἡλιόω, place in the sun, Aët.1.102, 112, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιόομαι: παθ., ζῶ ἐκτεθειμένος εἰς τὸν ἥλιον, ἡλιωμένος, ἀντιθ. ἐσκιατραφηκώς, Πλάτ. Πολ. 556D· ― ἐπὶ τόπων, ὅπως ἡ γῆ ἡλιωθῇ Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 4, 1· τὸ ἡλιούμενον, μέρος προσήλιον, προσβαλλόμενον ὑπὸ τοῦ ἡλίου, περιπεταννύουσα δὲ τὰ οἴναρα, ὅταν ἔτι αὐτῇ ἁπαλοὶ οἱ βότρυες ὦσι, διδάσκει σκιάζειν τὰ ἡλιούμενα ταύτην τὴν ὥραν Ξεν. Οἰκ. 19, 18, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 8, 6. 2) προσβάλλομαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἡλιοῦσθαι τὴν κεφαλήν Ἱππ. Ἀέρ. 282· ἢ καίομαι, Μουσών. παρὰ Στοβ. 18. 3. 3) φωτίζομαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. Προβλ. 16. 1· παροιμ., οὔθ᾿ ὕεται, οὔθ᾿ ἡλιοῦται, «ἐπὶ τῶν ἔξω πάσης φροντίδος ἑστώτων, τουτέστιν οὔτε βρέχεται, οὔτε ἡλιοβολεῖται», Ζηνόβ. 5, 53.
Greek Monotonic
ἡλιόομαι: Παθ., ζω εκτεθειμένος στον ήλιο, σε Πλάτ.· τὸ ἡλιούμενον, ηλιόλουστη περιοχή, μέρος ευήλιο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἡλιόομαι: (pass.)
1) подвергаться действию палящего солнца (ἰσχνὸς ἀνὴρ πένης, ἡλιωμένος Plat.; ἡλιωθέντες καὶ ῥιγώσαντες πάλιν Plut.);
2) быть освещенным или согреваемым солнцем (τὰ ἄκρα ἡλιοῦται Arst.): τὸ ἡλιούμενον Xen., Arst. (тж. pl.) освещенное солнцем место, солнцепек.
Middle Liddell
ἡλιόομαι,
Pass. to live in the sun, Plat.; τὸ ἡλιούμενον a sunny spot, Xen.