ἀσυνδύαστος: Difference between revisions
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)sundu/astos | |Beta Code=a)sundu/astos | ||
|Definition=[ῠ], ον, [[uncoupled]], [[unpaired]], [[disunited]], [[unconnected]], [[independent]]; [[ἀσύμπλοκος]], Hsch.; [[ἀσύζευκτος]], Suid. Adv. [[ἀσυνδυάστως]] = [[ununified]]. | |Definition=[ῠ], ον, [[uncoupled]], [[unpaired]], [[disunited]], [[unconnected]], [[independent]]; [[ἀσύμπλοκος]], Hsch.; [[ἀσύζευκτος]], Suid. Adv. [[ἀσυνδυάστως]] = [[ununified]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀσυνδίαστος Marc.Er.<i>Opusc</i>.M.65.1101D<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[indivisible]] τὸ ἓν ἀσυνδύαστον ἔχει τὴν σημασίαν Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.9.21, μονογενὲς παράδειγμα καὶ ἀσυνδύαστον πρὸς [[ἄλλην]] ἀρχήν Procl.<i>Theol.Plat</i>.3.15, cf. Mac.Aeg.<i>Hom</i>.4.1, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[sin compañero]] ἡ τρυγών Basil.<i>Hex</i>.8.6, cf. Sud.<br /><b class="num">3</b> [[virginal]] κυοφορία Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.23.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀσυνδυάστως]] = [[sin cópula]], [[sin unión]] οἱ ... γύπες ἀ. τίκτουσιν <i>Rh</i>.3.731.10, cf. Basil.M.29.180A, Eust.<i>Op</i>.258.90. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσυνδύαστος''': -ον, μὴ συνδυαζόμενος, μὴ συνενούμενος, μὴ συζευγνύμενος, τοῦτο τὸ [[ὄρνεον]] μένειν, εἰ διαζευχθείη τῆς συζυγίας εἰς τὸ [[ἐφεξῆς]] ἀσυνδύαστον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 507D, πρβλ. καὶ 667Β. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἀσυνδυάστως, [[ἄνευ]] συζεύξεως, οἱ γῦπες ἀσυνδυάστως τίκτουσιν Ρήτορες (Walz) τ. 3. σ. 731, 10. | |lstext='''ἀσυνδύαστος''': -ον, μὴ συνδυαζόμενος, μὴ συνενούμενος, μὴ συζευγνύμενος, τοῦτο τὸ [[ὄρνεον]] μένειν, εἰ διαζευχθείη τῆς συζυγίας εἰς τὸ [[ἐφεξῆς]] ἀσυνδύαστον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 507D, πρβλ. καὶ 667Β. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἀσυνδυάστως, [[ἄνευ]] συζεύξεως, οἱ γῦπες ἀσυνδυάστως τίκτουσιν Ρήτορες (Walz) τ. 3. σ. 731, 10. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυνδύαστος]], -ον)<br />αυτός που δεν συνδυάζεται ή που δεν μπορεί να συνδυαστεί, να ταιριάξει με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασύζευκτος]], [[αζευγάρωτος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυνδύαστος]], -ον)<br />αυτός που δεν συνδυάζεται ή που δεν μπορεί να συνδυαστεί, να ταιριάξει με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασύζευκτος]], [[αζευγάρωτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:54, 1 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], ον, uncoupled, unpaired, disunited, unconnected, independent; ἀσύμπλοκος, Hsch.; ἀσύζευκτος, Suid. Adv. ἀσυνδυάστως = ununified.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἀσυνδίαστος Marc.Er.Opusc.M.65.1101D
I 1indivisible τὸ ἓν ἀσυνδύαστον ἔχει τὴν σημασίαν Gr.Nyss.Eun.3.9.21, μονογενὲς παράδειγμα καὶ ἀσυνδύαστον πρὸς ἄλλην ἀρχήν Procl.Theol.Plat.3.15, cf. Mac.Aeg.Hom.4.1, Hsch.
2 sin compañero ἡ τρυγών Basil.Hex.8.6, cf. Sud.
3 virginal κυοφορία Gr.Nyss.Or.Catech.23.
II adv. ἀσυνδυάστως = sin cópula, sin unión οἱ ... γύπες ἀ. τίκτουσιν Rh.3.731.10, cf. Basil.M.29.180A, Eust.Op.258.90.
German (Pape)
[Seite 380] ungepaart, unverbunden, Schol. Plat. 460.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνδύαστος: -ον, μὴ συνδυαζόμενος, μὴ συνενούμενος, μὴ συζευγνύμενος, τοῦτο τὸ ὄρνεον μένειν, εἰ διαζευχθείη τῆς συζυγίας εἰς τὸ ἐφεξῆς ἀσυνδύαστον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 507D, πρβλ. καὶ 667Β. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἀσυνδυάστως, ἄνευ συζεύξεως, οἱ γῦπες ἀσυνδυάστως τίκτουσιν Ρήτορες (Walz) τ. 3. σ. 731, 10.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυνδύαστος, -ον)
αυτός που δεν συνδυάζεται ή που δεν μπορεί να συνδυαστεί, να ταιριάξει με άλλον
αρχ.
ασύζευκτος, αζευγάρωτος.