φοβεσιστράτη: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
mNo edit summary |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />qui fait fuir <i>ou</i> qui épouvante les armées <i>(ép. | |btext=ης (ἡ) :<br />qui fait fuir <i>ou</i> qui épouvante les armées <i>(ép. d'Athéna)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φοβέω]], [[στρατός]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:36, 23 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, scarer of hosts, epithet of Athena, Ar.Eq.1177.
German (Pape)
[Seite 1294] ἡ, die Kriegsschaaren-Schreckerinn, Athene, Ar. Equ. 1177.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
qui fait fuir ou qui épouvante les armées (ép. d'Athéna).
Étymologie: φοβέω, στρατός.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ως προσωνυμία της θεάς Αθηνάς) αυτή που προκαλεί φόβο στα αντίπαλα στρατεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβεσ(ι)- (< φοβῶ) + στρατός. Η μορφή του α' συνθετικού αναλογικά προς το αρχεσι- (< αρχε- κατά το πρότυπο τών σύνθ. σε -σι-, πρβλ. ἀλγεσί-θυμος, ἀλφεσί-βοιος)].
Greek Monotonic
φοβεσιστράτη: [ᾰ], ἡ, αυτή που εισάγει το φόβο στα στρατόπεδα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φοβεσιστράτη: (ᾰ) adj. f наводящая страх на войска (sc. Παλλάς Arph.).