μικρόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=μικρόφθαλμος
|Full diacritics=μῑκρόφθαλμος
|Medium diacritics=μικρόφθαλμος
|Medium diacritics=μικρόφθαλμος
|Low diacritics=μικρόφθαλμος
|Low diacritics=μικρόφθαλμος
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑκρόφθαλμος''': ἢ σμικρ-, ον, ὁ ἔχων μικροὺς ὀφθαλμούς, Ἱππ. 1194Α.
|lstext='''μῑκρόφθαλμος''': ἢ [[σμικρόφθαλμος]], ον, ὁ ἔχων μικροὺς ὀφθαλμούς, Ἱππ. 1194Α.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σμικρόφθαλμος]] -η, -ο (Α [[μικρόφθαλμος]] και [[σμικρόφθαλμος]], -ον)<br />αυτός που έχει μικρά μάτια, μικρομάτης<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[μικροφθαλμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μικρ(ο)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]].
|mltxt=και [[σμικρόφθαλμος]] -η, -ο (Α [[μικρόφθαλμος]] και [[σμικρόφθαλμος]], -ον)<br />αυτός που έχει μικρά μάτια, μικρομάτης<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[μικροφθαλμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μικρ(ο)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]].
}}
}}

Latest revision as of 10:05, 7 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑκρόφθαλμος Medium diacritics: μικρόφθαλμος Low diacritics: μικρόφθαλμος Capitals: ΜΙΚΡΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: mikróphthalmos Transliteration B: mikrophthalmos Transliteration C: mikrofthalmos Beta Code: mikro/fqalmos

English (LSJ)

or σμικρόφθαλμος, ον, small-eyed, Hp.Epid.6.7.1, Procl. Par.Ptol.203, BGU364.6 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 185] kleinäugig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόφθαλμος: ἢ σμικρόφθαλμος, ον, ὁ ἔχων μικροὺς ὀφθαλμούς, Ἱππ. 1194Α.

Greek Monolingual

και σμικρόφθαλμος -η, -ο (Α μικρόφθαλμος και σμικρόφθαλμος, -ον)
αυτός που έχει μικρά μάτια, μικρομάτης
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από μικροφθαλμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + ὀφθαλμός.