σκῆπτον: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0896.png Seite 896]] τό, statt [[σκῆπτρον]], scheint sich nur in der dor. Form [[σκᾶπτον]] u. in den Zusammensetzungen σκηπτοῦχος, [[σκηπτουχία]] erhalten zu haben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0896.png Seite 896]] τό, statt [[σκῆπτρον]], scheint sich nur in der dor. Form [[σκᾶπτον]] u. in den Zusammensetzungen σκηπτοῦχος, [[σκηπτουχία]] erhalten zu haben.
}}
{{elru
|elrutext='''σκῆπτον:''' τό [[varia lectio|v.l.]] = [[σκῆπτρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῆπτον:''' τό, αντί [[σκῆπτρον]], μόνον στον Δωρ. τύπο [[σκᾶπτον]] και στα σύνθ. <i>σκηπτ-οῦχος</i>, [[σκηπτουχία]].
|lsmtext='''σκῆπτον:''' τό, αντί [[σκῆπτρον]], μόνον στον Δωρ. τύπο [[σκᾶπτον]] και στα σύνθ. <i>σκηπτ-οῦχος</i>, [[σκηπτουχία]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκῆπτον:''' τό [[varia lectio|v.l.]] = [[σκῆπτρον]].
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῆπτον Medium diacritics: σκῆπτον Low diacritics: σκήπτον Capitals: ΣΚΗΠΤΟΝ
Transliteration A: skē̂pton Transliteration B: skēpton Transliteration C: skipton Beta Code: skh=pton

English (LSJ)

*σκῆπτον, τό, = σκῆπτρον, only in Doric form σκᾶπτον, and compds. σκηπτοῦχος, σκηπτουχία, σκηπτοφόρος.

German (Pape)

[Seite 896] τό, statt σκῆπτρον, scheint sich nur in der dor. Form σκᾶπτον u. in den Zusammensetzungen σκηπτοῦχος, σκηπτουχία erhalten zu haben.

Russian (Dvoretsky)

σκῆπτον: τό v.l. = σκῆπτρον.

Greek (Liddell-Scott)

σκῆπτον: τό, ἀντὶ σκῆπτρον, φαίνεται ὅτι εὑρίσκεται μόνον ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ σκᾶπτον, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις σκηπτοῦχος, σκηπτουχία, σκηπτοβάμων.

Greek Monotonic

σκῆπτον: τό, αντί σκῆπτρον, μόνον στον Δωρ. τύπο σκᾶπτον και στα σύνθ. σκηπτ-οῦχος, σκηπτουχία.