συβότης: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0961.png Seite 961]] ὁ, = [[συβώτης]], B. A. 361.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0961.png Seite 961]] ὁ, = [[συβώτης]], B. A. 361.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῠβότης''': -ου, , = [[συβώτης]], Ἀριστ. Ποιητ. 16, 4· «συβότας· χοιροβοσκοὺς» Ἡσύχ.: πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Αἰλ. 8. 19.
|elnltext=συβότης -ου, ὁ zie συβώτης.
}}
{{elru
|elrutext='''σῠβότης:''' ου ὁ Arst. [[varia lectio|v.l.]] = [[συβώτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''σῠβότης:''' -ου, ὁ=[[συβώτης]], σε Αριστ.
|lsmtext='''σῠβότης:''' -ου, ὁ=[[συβώτης]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῠβότης:''' ου ὁ Arst. [[varia lectio|v.l.]] = [[συβώτης]].
|lstext='''σῠβότης''': -ου, , = [[συβώτης]], Ἀριστ. Ποιητ. 16, 4· «συβότας· χοιροβοσκοὺς» Ἡσύχ.: πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Αἰλ. 8. 19.
}}
{{elnl
|elnltext=συβότης -ου, ὁ zie συβώτης.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῠβότης, ου, ὁ, = [[συβώτης]], Arist.]
|mdlsjtxt=σῠβότης, ου, ὁ, = [[συβώτης]], Arist.]
}}
}}

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠβότης Medium diacritics: συβότης Low diacritics: συβότης Capitals: ΣΥΒΟΤΗΣ
Transliteration A: sybótēs Transliteration B: sybotēs Transliteration C: syvotis Beta Code: subo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,= συβώτης, Arist.Po.1454b28, Hsch., Gloss.

German (Pape)

[Seite 961] ὁ, = συβώτης, B. A. 361.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συβότης -ου, ὁ zie συβώτης.

Russian (Dvoretsky)

σῠβότης: ου ὁ Arst. v.l. = συβώτης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(δ. γρφ.) βλ. συβώτης.

Greek Monotonic

σῠβότης: -ου, ὁ=συβώτης, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σῠβότης: -ου, ὁ, = συβώτης, Ἀριστ. Ποιητ. 16, 4· «συβότας· χοιροβοσκοὺς» Ἡσύχ.: πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Αἰλ. 8. 19.

Middle Liddell

σῠβότης, ου, ὁ, = συβώτης, Arist.]