ἔνθους: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)/nqous
|Beta Code=e)/nqous
|Definition=ουν, contr. for [[ἔνθεος]] ([[quod vide|q.v.]]).
|Definition=ουν, contr. for [[ἔνθεος]] ([[quod vide|q.v.]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἔνθεος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνθους''': -ουν, σηνῃρ. ἀντὶ [[ἔνθεος]], ὃ ἴδε.
|lstext='''ἔνθους''': -ουν, σηνῃρ. ἀντὶ [[ἔνθεος]], ὃ ἴδε.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἔνθεος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-oυv (AM [[ἔνθους]], -ουν)<br />συνηρ. τ. του [[ένθεος]], συνηθέστ. στη νέα Ελληνική με τη σημ. ενθουσιασμένος, [[ενθουσιώδης]], [[γεμάτος]] ενθουσιασμό.
|mltxt=-oυv (AM [[ἔνθους]], -ουν)<br />συνηρ. τ. του [[ένθεος]], συνηθέστ. στη νέα Ελληνική με τη σημ. ενθουσιασμένος, [[ενθουσιώδης]], [[γεμάτος]] ενθουσιασμό.
}}
}}

Revision as of 16:33, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνθους Medium diacritics: ἔνθους Low diacritics: ένθους Capitals: ΕΝΘΟΥΣ
Transliteration A: énthous Transliteration B: enthous Transliteration C: enthous Beta Code: e)/nqous

English (LSJ)

ουν, contr. for ἔνθεος (q.v.).

Spanish (DGE)

v. ἔνθεος.

German (Pape)

[Seite 842] zsgz. = ἔνθεος, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθους: -ουν, σηνῃρ. ἀντὶ ἔνθεος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-oυv (AM ἔνθους, -ουν)
συνηρ. τ. του ένθεος, συνηθέστ. στη νέα Ελληνική με τη σημ. ενθουσιασμένος, ενθουσιώδης, γεμάτος ενθουσιασμό.