ὀρροπύγιον: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "vv. ll." to "vv.ll.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀρροπύγιον:''' (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> гузка (οἱ ὄρνιθες οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσιν, ὀ. δέ Arst.);<br /><b class="num">2)</b> хвостовой плавник (τῆς σηπίας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> задняя оконечность брюшка (τῆς ἐμπίδος Arph.);<br /><b class="num">4)</b> осиное жало Arph.
|elrutext='''ὀρροπύγιον:''' (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[гузка]] (οἱ ὄρνιθες οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσιν, ὀ. δέ Arst.);<br /><b class="num">2)</b> хвостовой плавник (τῆς σηπίας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> задняя оконечность брюшка (τῆς ἐμπίδος Arph.);<br /><b class="num">4)</b> осиное жало Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρρο-πύ¯γιον, ου, τό,<br />the [[rump]] of birds:—[[generally]], the [[tail]] or [[rump]] of any [[animal]], Ar.
|mdlsjtxt=ὀρρο-πύ¯γιον, ου, τό,<br />the [[rump]] of birds:—[[generally]], the [[tail]] or [[rump]] of any [[animal]], Ar.
}}
}}

Revision as of 13:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρροπῡ́γιον Medium diacritics: ὀρροπύγιον Low diacritics: ορροπύγιον Capitals: ΟΡΡΟΠΥΓΙΟΝ
Transliteration A: orropýgion Transliteration B: orropygion Transliteration C: orropygion Beta Code: o)rropu/gion

English (LSJ)

[ῡ], Ion. ὀρσοπύγιον GDI5702.35 (Samos, iv B. C.), τό: (ὄρρος):—pygostyle, rump of birds, in which the tail-feathers are set, Arist. HA504a32,618b33, al. (with vv.ll. οὐροπύγιον, ὀροπύγιον, cf. τοὐροπύγιον in Phld. Rh.2.189 S., but ὀρροπύγιον is certain in IG22.1498.27 (Athens, iv B. C.)); of the sepia, Arist.HA525a12: generally, rear, tail, rump of any animal, Ar.V.1075, Nu.162.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρροπύγιον: [ῡ], τό, τὸ ἄκρον τοῦ κόκκυγος λεγομένου ὀστοῦ τῶν πτηνῶν, ὅθεν φύονται τὰ πτερὰ τῆς οὐρᾶς, κοινῶς «κωλοκούκουρον», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 9., 9. 32, 3 καὶ 5 (ἔνθα ὁ Βεκκῆρ. διατηρεῖ οὐροπ-, ἀλλ’ ἴδε Cobet V. LL. 278)· - τὸ οὐραῖον πτερύγιον τῶν ἰχθύων, αὐτόθι 4. 1. 25· - καθόλου, ἡ οὐρὰ ἢ ὁ γλουτὸς παντὸς ζῴου, Ἀριστοφ. Σφ. 1075, Νεφ. 162.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 extrémité de la colonne vertébrale, particul. croupion d’un oiseau;
2 nageoire de poisson;
3 organe auquel s’adapte le dard d’un cousin.
Étymologie: ὄρνυμι, πυγή.

Greek Monolingual

ὀρροπύγιον και οὐροπύγιον και ιων. τ. ὀρσοπύγιον, τὸ (Α)
1. το κάτω άκρο του οστού του κόκκυγος, ιδίως τών πτηνών, όπου φυτρώνουν τα φτερά της ουράς
2. η ουρά ή ο γλουτός κάθε ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος «το άκρο του ιερού οστού» + -πύγιον (< πυγή «γλουτός»), πρβλ. ορθο-πύγιον].

Greek Monotonic

ὀρροπύγιον: [ῡ], τό, άκρο οστού όπου βγαίνουν τα φτερά της ουράς του πουλιού· γενικά, η ουρά ή το οστό κόκκυγας στην απόληξη της σπονδυλικής στήλης κάθε ζώου, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρροπύγιον: (ῡ) τό
1) гузка (οἱ ὄρνιθες οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσιν, ὀ. δέ Arst.);
2) хвостовой плавник (τῆς σηπίας Arst.);
3) задняя оконечность брюшка (τῆς ἐμπίδος Arph.);
4) осиное жало Arph.

Middle Liddell

ὀρρο-πύ¯γιον, ου, τό,
the rump of birds:—generally, the tail or rump of any animal, Ar.