ευθηνώ: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=εὐθηνῶ, -έω (Α)<br />[[ακμάζω]], [[ευδοκιμώ]], [[ευημερώ]] (α. «οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῦσι», ΠΔ<br />β. «[[Αἴγυπτος]] καρποῑς ἀφθόνοις εὐθηνεῖτο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[ευθενώ]]].
|mltxt=εὐθηνῶ, -έω (Α)<br />[[ακμάζω]], [[ευδοκιμώ]], [[ευημερώ]] (α. «οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῦσι», ΠΔ<br />β. «[[Αἴγυπτος]] καρποῖς ἀφθόνοις εὐθηνεῖτο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[ευθενώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 18 June 2022

Greek Monolingual

εὐθηνῶ, -έω (Α)
ακμάζω, ευδοκιμώ, ευημερώ (α. «οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῦσι», ΠΔ
β. «Αἴγυπτος καρποῖς ἀφθόνοις εὐθηνεῖτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ευθενώ].