φοινικοῦς: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆ, οῦν :<br /> | |btext=ῆ, οῦν :<br />d'un rouge de pourpre, écarlate.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:40, 23 August 2022
English (LSJ)
ῆ, οῦν, A v. φοινίκεος.
German (Pape)
[Seite 1296] οῦντος, ὁ, = φοινικών, Palmenwald, D. Sic. 3, 42. οῦσσα, οῦν, zsgzgn statt φοινικόεις, w. m. s. ῆ, οῦν, zsgzgn statt φοινίκεος, Xen. u. A.; vgl. Lob. Phryn. 148.
Greek (Liddell-Scott)
φοινικοῦς: -ῆ, -οῦν, ἴδε φοινικόεις
French (Bailly abrégé)
ῆ, οῦν :
d'un rouge de pourpre, écarlate.
Étymologie: φοῖνιξ¹.
Greek Monolingual
(I)
-ῆ, -οῦν, και ασυναίρ. τ. φοινίκεος, -έα, -εον, και φαινικοῦς, -οῦν, Α
1. αυτός που έχει βαθυκόκκινο χρώμα, πορφυρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικοῦν
το βαθυκόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κατάλ. -οῦς / -εος (πρβλ. χρυσ-οῦς / -έος). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του θηλ. ponikea].
(II)
-οῦσα, -οῦν, Α
βλ. φοινικόεις.
Russian (Dvoretsky)
φοινῑκοῦς: Xen., Arst. = φοινίκεος.
οῦντος ὁ пальмовая роща Diod.