μίλαξ: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) το [[φυτό]] [[σμίλαξ]].<br /> <b>(II)</b><br />μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἡλικία]]<br />[[ἔνιοι]] δὲ [[μέλλαξ]]<br />καὶ παρ' Ἑρμίππῳ ἐν Θεοῖς ἀγνοήσας Ἀρτεμίδωρος<br /> | |mltxt=<b>(I)</b><br />μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) το [[φυτό]] [[σμίλαξ]].<br /> <b>(II)</b><br />μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἡλικία]]<br />[[ἔνιοι]] δὲ [[μέλλαξ]]<br />καὶ παρ' Ἑρμίππῳ ἐν Θεοῖς ἀγνοήσας Ἀρτεμίδωρος<br />ἐκεῖ γὰρ μῑλάξ ἐστιν, δηλοῑ δὲ τὸν δημοτικόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος, πιθ. παρεφθαρμένη, άγνωστης προέλευσης. Ο τ. φαίνεται ότι σημαίνει «[[νεαρός]] [[άνδρας]]» ([[πρβλ]]. [[μέλλαξ]]) και έχει προέλθει από συμφυρμό τών τ. [[μεῖραξ]] και [[μέλλαξ]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για μεταφορική [[χρήση]] του τ. [[σμῖλαξ]] «[[είδος]] φυτού». Κατ' άλλους, [[τέλος]], η λ. μπορεί να συνδεθεί με τον τ. <i>μιλ</i>(<i>λ</i>)<i>ός</i> «[[βραδύς]], [[χαύνος]]» ([[πρβλ]]. ανθρωπωνύμιο <i>Μίλ</i>[[λ]]<i>αξ</i>), [[άποψη]] ελάχιστα πιθανή, λόγω της σημασιολογικής απόστασης τών τύπων]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 13 October 2022
Greek Monolingual
(I)
μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)
(αττ. τ.) το φυτό σμίλαξ.
(II)
μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡλικία
ἔνιοι δὲ μέλλαξ
καὶ παρ' Ἑρμίππῳ ἐν Θεοῖς ἀγνοήσας Ἀρτεμίδωρος
ἐκεῖ γὰρ μῑλάξ ἐστιν, δηλοῑ δὲ τὸν δημοτικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος, πιθ. παρεφθαρμένη, άγνωστης προέλευσης. Ο τ. φαίνεται ότι σημαίνει «νεαρός άνδρας» (πρβλ. μέλλαξ) και έχει προέλθει από συμφυρμό τών τ. μεῖραξ και μέλλαξ. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για μεταφορική χρήση του τ. σμῖλαξ «είδος φυτού». Κατ' άλλους, τέλος, η λ. μπορεί να συνδεθεί με τον τ. μιλ(λ)ός «βραδύς, χαύνος» (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Μίλλαξ), άποψη ελάχιστα πιθανή, λόγω της σημασιολογικής απόστασης τών τύπων].