ἔντριτος: Difference between revisions
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)/ntritos | |Beta Code=e)/ntritos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of three strands]], [[threefold]], σπαρτίον <span class="bibl">LXX<span class="title">Ec.</span>4.12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = Lat. [[sequester]], Gloss.</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of three strands]], [[threefold]], σπαρτίον <span class="bibl">LXX<span class="title">Ec.</span>4.12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = Lat. [[sequester]], Gloss.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[triple]], [[trenzado de tres cabos]] τὸ σπαρτίον τὸ ἔ. οὐ ταχέως ἀπορραγήσεται la cuerda de tres cabos no se romperá deprisa</i> [[LXX]] <i>Ec</i>.4.12, σχοινίον Chrys.M.61.755<br /><b class="num">•</b>fig. o alegór. ἡ ἔ. [[ἀγάπη]] ref. a Marta, María y Lázaro, Eust.Ant.<i>Laz</i>.16, cf. Euagr.Pont.<i>Schol.Ec</i>.31.1.<br /><b class="num">2</b> [[tercero]], <i>PPetaus</i> 117.21, cf. 12, 17 (II d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔντρῐτος''': -ον, ἐκ τριῶν τόνων ἢ λίνων, ἐπὶ σχοινίου, τριπλοῦν, [[σπαρτίον]] ἔντριτον Ἑβδ. (Ἐκκλ. Δ΄, 12). | |lstext='''ἔντρῐτος''': -ον, ἐκ τριῶν τόνων ἢ λίνων, ἐπὶ σχοινίου, τριπλοῦν, [[σπαρτίον]] ἔντριτον Ἑβδ. (Ἐκκλ. Δ΄, 12). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἔντριτος]], -ον)<br />(για [[σχοινί]]) <b>φρ.</b> «[[ἔντριτον]] [[λίνον]] ή [[σπαρτίον]] ή [[σχοινίον]]» — το [[σχοινί]] που κατασκευάζεται από [[τρία]] συνεστραμμένα έμβολα, δηλ. από [[τρεις]] κλωστές, τριπλό, τρίμπουλο, τρίκλωνο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μεσιτεύει, ο [[μεσεγγυητής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἔντριτον]]<br />[[φεουδαλικός]] [[φόρος]] [[ίσος]] με το ένα τρίτο του εισοδήματος, η [[εντριτεία]]. | |mltxt=(AM [[ἔντριτος]], -ον)<br />(για [[σχοινί]]) <b>φρ.</b> «[[ἔντριτον]] [[λίνον]] ή [[σπαρτίον]] ή [[σχοινίον]]» — το [[σχοινί]] που κατασκευάζεται από [[τρία]] συνεστραμμένα έμβολα, δηλ. από [[τρεις]] κλωστές, τριπλό, τρίμπουλο, τρίκλωνο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μεσιτεύει, ο [[μεσεγγυητής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἔντριτον]]<br />[[φεουδαλικός]] [[φόρος]] [[ίσος]] με το ένα τρίτο του εισοδήματος, η [[εντριτεία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A of three strands, threefold, σπαρτίον LXXEc.4.12. II = Lat. sequester, Gloss.
Spanish (DGE)
-ον
1 triple, trenzado de tres cabos τὸ σπαρτίον τὸ ἔ. οὐ ταχέως ἀπορραγήσεται la cuerda de tres cabos no se romperá deprisa LXX Ec.4.12, σχοινίον Chrys.M.61.755
•fig. o alegór. ἡ ἔ. ἀγάπη ref. a Marta, María y Lázaro, Eust.Ant.Laz.16, cf. Euagr.Pont.Schol.Ec.31.1.
2 tercero, PPetaus 117.21, cf. 12, 17 (II d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔντρῐτος: -ον, ἐκ τριῶν τόνων ἢ λίνων, ἐπὶ σχοινίου, τριπλοῦν, σπαρτίον ἔντριτον Ἑβδ. (Ἐκκλ. Δ΄, 12).
Greek Monolingual
(AM ἔντριτος, -ον)
(για σχοινί) φρ. «ἔντριτον λίνον ή σπαρτίον ή σχοινίον» — το σχοινί που κατασκευάζεται από τρία συνεστραμμένα έμβολα, δηλ. από τρεις κλωστές, τριπλό, τρίμπουλο, τρίκλωνο
μσν.
1. αυτός που μεσιτεύει, ο μεσεγγυητής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριτον
φεουδαλικός φόρος ίσος με το ένα τρίτο του εισοδήματος, η εντριτεία.