φιλομειράκιος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[φιλομεῖραξ]], -είρακος<br />φιλομεῖραξ.
|mltxt=-είρακος, ὁ, ἡ, Α<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος) αυτός που αγαπά τους εφήβους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μεῖραξ]] «[[νεαρός]], [[έφηβος]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φιλομειράκιος:''' [[любящий юношей]] Diog. L.
|elrutext='''φιλομειράκιος:''' [[любящий юношей]] Diog. L.
}}
}}

Revision as of 06:54, 10 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλομειρᾰ́κιος Medium diacritics: φιλομειράκιος Low diacritics: φιλομειράκιος Capitals: ΦΙΛΟΜΕΙΡΑΚΙΟΣ
Transliteration A: philomeirákios Transliteration B: philomeirakios Transliteration C: filomeirakios Beta Code: filomeira/kios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, fond of boys, Phld.Acad.Ind.p.48 M., D.L.4.40.

German (Pape)

[Seite 1282] = φιλομεῖραξ, ἀρετά Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομειράκιος: -ον, ὁ φιλῶν τοὺς μείρακας, Κλήμ. Ἀλεξ. 346.

Greek Monolingual

-είρακος, ὁ, ἡ, Α
(κυρίως ως προσωνυμία της Αρτέμιδος) αυτός που αγαπά τους εφήβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + μεῖραξ «νεαρός, έφηβος»].

Russian (Dvoretsky)

φιλομειράκιος: любящий юношей Diog. L.