θεόκτιστος: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θεόκτιστος:''' созданный богами, богосотворенный ([[φλόξ]] Arst.). | |elrutext='''θεόκτιστος:''' [[созданный богами]], [[богосотворенный]] ([[φλόξ]] Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 20 August 2022
English (LSJ)
ον (also -η, Dor. αA, -ον Trag.Adesp. 85), created, established, or founded by God, φλόξ l.c., cf. Limen. 36; πόλις OGI168.4 (Egypt, ii B.C., v. corrigenda); νομοθεσία LXX 2 Ma.6.23. II name of an eyesalve, Dessau Inscr.Lat.Sel. 8738.
German (Pape)
[Seite 1196] von Gott erbau't, gemacht, p. bei Ar. Poet. 21.
Greek (Liddell-Scott)
θεόκτιστος: -ον, καὶ η, ον, δημιουργηθεὶς ὑπὸ θεοῦ, σπείρων θεοκτίσταν φλόγα Τραγ. παρ’ Ἀριστ. Ποιητ. 21, 14.
Greek Monolingual
και θεόχτιοτος, -η, -ο (AM θεόκτιοτος, -ον, Α και θεόκτιτος, -ον, θηλ. και θεοκτίστη και θεοκτίστα)
ο κτισμένος από θεό, ο δημιουργημένος από θεό
νεοελλ.
ο πολύ ογκώδης
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το θεόκτιστον
ονομασία κολλυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κτιστος (< κτίζω), πρβλ. άκτιστος, νεόκτιστος].
Russian (Dvoretsky)
θεόκτιστος: созданный богами, богосотворенный (φλόξ Arst.).