διακροτέω: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4, $5 $6")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διακροτέω:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. разбивать, перен. разлагать на составные части ([[ἀνδρείως]] διακεκροτηκέναι τι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> перен. пробивать, протыкать (τινα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[сбивать]] (τῶν πεδῶν τοὺς κρίκους Plut.).
|elrutext='''διακροτέω:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. разбивать, перен. разлагать на составные части ([[ἀνδρείως]] διακεκροτηκέναι τι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[пробивать]], [[протыкать]] (τινα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[сбивать]] (τῶν πεδῶν τοὺς κρίκους Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δια-κροτέω seks. penetreren:. οὔκουν... ἅπαντες αὐτὴν διεκροτήσατε; hebben jullie haar wel allemaal geneukt? Eur. Cycl. 180. ontleden:. ταῦτα μέν μοι δοκεῖς... ἀνδρείως πάνυ διακεκροτηκέναι dat heb je, dunkt me, allemaal heel dapper ontleed Plat. Crat. 421c.
|elnltext=δια-κροτέω seks. penetreren:. οὔκουν... ἅπαντες αὐτὴν διεκροτήσατε; hebben jullie haar wel allemaal geneukt? Eur. Cycl. 180. ontleden:. ταῦτα μέν μοι δοκεῖς... ἀνδρείως πάνυ διακεκροτηκέναι dat heb je, dunkt me, allemaal heel dapper ontleed Plat. Crat. 421c.
}}
}}

Revision as of 08:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακροτέω Medium diacritics: διακροτέω Low diacritics: διακροτέω Capitals: ΔΙΑΚΡΟΤΕΩ
Transliteration A: diakrotéō Transliteration B: diakroteō Transliteration C: diakroteo Beta Code: diakrote/w

English (LSJ)

A pierce through, sens. obsc., E.Cyc.180. II resolve into components, as words into their elements, opp. συγκροτέω, Pl. Cra.421c. III knock off, κρίκους Plu.2.304b.

German (Pape)

[Seite 584] 1) durchschlagen, durchbrechen; τοὺς πεδῶν κρίκους Plut. qu. gr. 57; – im obscönen Sinne, = διασποδέω, τὴν νεᾶνιν Eur. Cycl. 180. – 2) zerlegen, in seine ursprünglichen Bestandtheile, Plat. Crat. 421 c, Ggstz συγκροτέω.

Greek (Liddell-Scott)

διακροτέω: κροτῶ διὰ μέσου, διαρρηγνύω, μετὰ σημασίας αἰσχρᾶς, πρβλ. διασποδῶ, Λατ. pertundere, Εὐρ. Κύκλ. 180. ΙΙ. διαλύω εἰς τὰ συνθετικὰ μέρη, οἷον λέξεις εἰς τὰ στοιχεῖα αὐτῶν, ἀντίθ. συγκροτέω, Πλάτ. Κρατ. 421C. ΙΙΙ. διασπῶ, διαρρηγνύω τὰ δεσμά, Πλούτ. 2. 304Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
trouer, percer.
Étymologie: διά, κροτέω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 golpear atravesando, penetrar sent. sexual οὔκουν ... ἅπαντες αὐτὴν διεκροτήσατε; E.Cyc.180.
2 separar a golpes τῶν πεδῶν τοὺς κρίκους Plu.2.304b, fig. ταῦτα μέν μοι δοκεῖς ... ἀνδρείως πάνυ διακεκροτηκέναι Pl.Cra.421c.
II intr., en v. med. resonar ἐν ψόφῳ διακένων ῥημάτων διακεκρότηται Gr.Nyss.Ref.Eun.409.27.

Russian (Dvoretsky)

διακροτέω:
1) досл. разбивать, перен. разлагать на составные части (ἀνδρείως διακεκροτηκέναι τι Plat.);
2) перен. пробивать, протыкать (τινα Eur.);
3) сбивать (τῶν πεδῶν τοὺς κρίκους Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κροτέω seks. penetreren:. οὔκουν... ἅπαντες αὐτὴν διεκροτήσατε; hebben jullie haar wel allemaal geneukt? Eur. Cycl. 180. ontleden:. ταῦτα μέν μοι δοκεῖς... ἀνδρείως πάνυ διακεκροτηκέναι dat heb je, dunkt me, allemaal heel dapper ontleed Plat. Crat. 421c.