διεγερτικός: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diegertikos
|Transliteration C=diegertikos
|Beta Code=diegertiko/s
|Beta Code=diegertiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[exciting]], [[stimulant]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>6.19</span>; ἀφροδισίων Diph.Siph. ap. <span class="bibl">Ath.2.64b</span>, cf. Philum. ap. <span class="bibl">Orib.<span class="title">Syn.</span>8.6.4</span>.</span>
|Definition=ή, όν, [[exciting]], [[stimulant]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>6.19</span>; ἀφροδισίων Diph.Siph. ap. <span class="bibl">Ath.2.64b</span>, cf. Philum. ap. <span class="bibl">Orib.<span class="title">Syn.</span>8.6.4</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:45, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεγερτικός Medium diacritics: διεγερτικός Low diacritics: διεγερτικός Capitals: ΔΙΕΓΕΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diegertikós Transliteration B: diegertikos Transliteration C: diegertikos Beta Code: diegertiko/s

English (LSJ)

ή, όν, exciting, stimulant, S.E.M.6.19; ἀφροδισίων Diph.Siph. ap. Ath.2.64b, cf. Philum. ap. Orib.Syn.8.6.4.

German (Pape)

[Seite 617] ή, όν, aufweckend, erregend, τινός, Ath. II, 64 b u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διεγερτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ διεγείρειν, τινὸς Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 19, Ἀθήν. 64Β.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 estimulante, excitante ἀφροδίσια Diph.Siph. en Ath.64b, 371b, de la música, S.E.M.6.19
τὰ διεγερτικὰ sc. φάρμακα remedios excitantes Philum. en Orib.Syn.8.5.4.
2 fig. que incita (ἐπιστολή) διεγερτικὴ πίστεως Eus.HE 4.23.2, cf. Nicol.Mon.Ep.M.65.1052C
que pone en movimiento, animador τούτων πάντων δ. τὸ πῦρ Corp.Herm.Fr.26.27.
3 subst. τὸ δ. alborada τῶν ἐπιθαλαμίων ... τινὰ δὲ ὄρθια, ἃ καὶ προσαγορεύεται διεγερτικά Sch.Theoc.18 proem.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διεγερτικός, -ή, -όν) διεγείρω
ο ικανός ή κατάλληλος να διεγείρει, να ερεθίζει, ερεθιστικός
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί διέγερση τών μυών και τών νεύρων ορισμένων οργάνων του σώματος («διεγερτικά φάρμακα»)
2. εκείνος που προκαλεί σεξουαλική διέγερση («διεγερτικές ουσίες, θεάματα κ.λπ.»)
3. όποιος παρακινεί στη διατάραξη της δημόσιας τάξης («διεγερτικοί λόγοι, δημοσιεύματα κ.λπ.»)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διεγερτικά
τα φάρμακα που διεγείρουν το νευρικό, μυϊκό ή σεξουαλικό σύστημα.

Russian (Dvoretsky)

διεγερτικός: пробуждающий, возбуждающий (τῆς ψυχῆς Sext.).