κρυώδης: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />glacial.<br />'''Étymologie:''' [[κρύος]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />glacial.<br />'''Étymologie:''' [[κρύος]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:55, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῠώδης Medium diacritics: κρυώδης Low diacritics: κρυώδης Capitals: ΚΡΥΩΔΗΣ
Transliteration A: kryṓdēs Transliteration B: kryōdēs Transliteration C: kryodis Beta Code: kruw/dhs

English (LSJ)

ες, A icy, chill, Plu.2.653a, Poll.5.109.

German (Pape)

[Seite 1517] ες, frostartig, eisig; νιφάδες Apollnds. 15 (IX, 244); καὶ ψυχρὰ δύναμις Plut. Symp. 3, 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κρυώδης: -ες, (εἶδος) παγετώδης, ψυχρός, Πλούτ. 2. 653Α, Πολυδ. Ε΄, 109.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
glacial.
Étymologie: κρύος, -ωδης.

Greek Monolingual

ες (Α κρυώδης)
κρύος, ψυχρός, παγερός, παγετώδης
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικώδης, αποτρόπαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος-(II) + κατάλ. -ώδης].

Russian (Dvoretsky)

κρῠώδης: морозный, ледяной (δύναμις Plut.; νιφάδες Anth.).