συντεταγμένως: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en ordre, d’une manière convenue.<br />'''Étymologie:''' de συντεταγμένος part. pf. Pass. de [[συντάσσω]].
|btext=<i>adv.</i><br />en ordre, d'une manière convenue.<br />'''Étymologie:''' de συντεταγμένος part. pf. Pass. de [[συντάσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:29, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεταγμένως Medium diacritics: συντεταγμένως Low diacritics: συντεταγμένως Capitals: ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: syntetagménōs Transliteration B: syntetagmenōs Transliteration C: syntetagmenos Beta Code: suntetagme/nws

English (LSJ)

Adv., (συντάσσω) A in set terms: v. sq.

Greek (Liddell-Scott)

συντεταγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ συντάσσω, ἐν τάξει, συμπεφωνημένως κατὰ συμπεφωνημένου ὅρους, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σελ. 105, ἔκδ. Mil., Ἀγ. Ἐπιφαν. ἅπαντα τ. ΙΙ, σελ. 130, Λεόντιος ἐν Spicil. Rom. Mai. τ. Χ, σ. 28 τοῦ β΄ μέρους, ἴδε τὸ ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

adv.
en ordre, d'une manière convenue.
Étymologie: de συντεταγμένος part. pf. Pass. de συντάσσω.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. με συμφωνημένους όρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντεταγμένος του συντάσσω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

συντεταγμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συντάσσω, με καθορισμένους, συμπεφωνημένους όρους, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συντεταγμένως: согласованно, единодушно (λέγειν περί τινος Plat.).

Middle Liddell

[adverb from part. perf. pass. of συντάσσω
in set terms, Plat.