φθοροποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1273.png Seite 1273]] Schaden bereitend, dah. verderbend, schädlich, tödtlich; Plut.; Philo bei Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1273.png Seite 1273]] Schaden bereitend, dah. verderbend, schädlich, tödtlich; Plut.; Philo bei Suid.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui corrompt <i>ou</i> détruit, pernicieux.<br />'''Étymologie:''' [[φθορά]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φθοροποιός''': -όν, ὁ ἐπιφέρων φθοράν, καταστρεπτικός, Διοσκ. π. Ἰοβόλων σ. 51 Kühn, Πλούτ. 2. 911Α, συχνὸν παρὰ Φίλωνι. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.
|lstext='''φθοροποιός''': -όν, ὁ ἐπιφέρων φθοράν, καταστρεπτικός, Διοσκ. π. Ἰοβόλων σ. 51 Kühn, Πλούτ. 2. 911Α, συχνὸν παρὰ Φίλωνι. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui corrompt <i>ou</i> détruit, pernicieux.<br />'''Étymologie:''' [[φθορά]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 10:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθοροποιός Medium diacritics: φθοροποιός Low diacritics: φθοροποιός Capitals: ΦΘΟΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: phthoropoiós Transliteration B: phthoropoios Transliteration C: fthoropoios Beta Code: fqoropoio/s

English (LSJ)

όν, A causing destruction, Boëth.Stoic.3.265, Petos. ap. Vett. Val.80.7, Dsc.Alex. Praef., Placit.5.30.1, Doroth. in Cat.Cod.Astr.2.196; δύναμις Ph.2.96; πάθος Simp. in Cael.436.26: c. gen., Ph.2.327, al.; τῶν ζῴων Gp.2.27.5; μεταβολὴ φ. τοῦ μεταβαλλομένου Dam.Pr.414. 2 abortifacient, Ps.-Dsc.1.1.

German (Pape)

[Seite 1273] Schaden bereitend, dah. verderbend, schädlich, tödtlich; Plut.; Philo bei Suid.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui corrompt ou détruit, pernicieux.
Étymologie: φθορά, ποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

φθοροποιός: -όν, ὁ ἐπιφέρων φθοράν, καταστρεπτικός, Διοσκ. π. Ἰοβόλων σ. 51 Kühn, Πλούτ. 2. 911Α, συχνὸν παρὰ Φίλωνι. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.

Spanish

que causa la ruina

Greek Monolingual

-ά, -ό / φθοροποιός, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός Ν
αυτός που προξενεί φθορά, βλαπτικός, καταστρεπτικός
μσν.
αυτός που προκαλεί διακοπή της κύησης
αρχ.
(με παθ. σημ.) αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά + -ποιός].

Russian (Dvoretsky)

φθοροποιός: причиняющий порчу, губительный (νόσων αἰτία Plut.).