συνεστραμμένως: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />d’une manière serrée.<br />'''Étymologie:''' συνεστραμμένος, part. pf. Pass. de [[συστρέφω]].
|btext=<i>adv.</i><br />d'une manière serrée.<br />'''Étymologie:''' συνεστραμμένος, part. pf. Pass. de [[συστρέφω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:26, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεστραμμένως Medium diacritics: συνεστραμμένως Low diacritics: συνεστραμμένως Capitals: ΣΥΝΕΣΤΡΑΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synestramménōs Transliteration B: synestrammenōs Transliteration C: synestrammenos Beta Code: sunestramme/nws

English (LSJ)

Adv., (συστρέφω) A as if twisted up, σ. εἰπεῖν speak tersely, Arist.Rh.1401a5 (v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεστραμμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ συστρέφω, κατὰ τρόπον συνεστραμμένον, σ. εἰπεῖν, συντόμως, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière serrée.
Étymologie: συνεστραμμένος, part. pf. Pass. de συστρέφω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (για λόγο) με πολλές περιστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεστραμμένος του συστρέφω.

Greek Monotonic

συνεστραμμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συστρέφω, ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές, με συντομία, με γλαφυρό, πεποικιλμένο ύφος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συνεστραμμένως: сжато (εἰπεῖν Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεστραμμένως, adv. van het ptc. perf. med. van συστρέφω, bondig.

Middle Liddell


in a close packed manner, tersely, Arist.