βοηλατικός: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=voilatikos
|Transliteration C=voilatikos
|Beta Code=bohlatiko/s
|Beta Code=bohlatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for cattle-driving</b>: <b class="b3">-κή</b> (sc. [[τέχνη]]), ἡ, [[the herdsman's]] art, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthphr.</span>13c</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[for cattle-driving]]: <b class="b3">-κή</b> (sc. [[τέχνη]]), ἡ, [[the herdsman's]] art, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthphr.</span>13c</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοηλᾰτικός Medium diacritics: βοηλατικός Low diacritics: βοηλατικός Capitals: ΒΟΗΛΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: boēlatikós Transliteration B: boēlatikos Transliteration C: voilatikos Beta Code: bohlatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for cattle-driving: -κή (sc. τέχνη), ἡ, the herdsman's art, Pl.Euthphr.13c.

Greek (Liddell-Scott)

βοηλᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς βόσκησιν βοῶν · ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ βοηλάτου, τοῦ βόσκοντος βοῦς, Πλάτ. Εὐθύφρον. 13D.

Greek Monolingual

βοηλατικός, -ή, -όν (Α)
1. όποιος ανήκει στον βοηλάτη
2. ο κατάλληλος για βουκόλος
3. το θηλ. ως ουσ. η βοηλατική
η τέχνη του βοηλάτη.

Greek Monotonic

βοηλᾰτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για βόσκηση βοδιών· ἡ -κὴ (ενν. τέχνη), η τέχνη του βοηλάτη, του ποιμένα βοδιών, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[from βοηλάτης
of or for cattle-driving:— ἡ βοηλατική (sc. τέχνη) the herdsman's art, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοηλατικός -ή -όν βοηλάτης van het ossendrijven, het ossendrijven betreffend; subst. ἡ βοηλατική (sc. τέχνη) ossendrijverskunde; veeteelt.