ἀκτινοκράτωρ: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aktinokrator
|Transliteration C=aktinokrator
|Beta Code=a)ktinokra/twr
|Beta Code=a)ktinokra/twr
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lord of the sun's rays]], PMag.Berol.1.200.</span>
|Definition=[[lord of the sun's rays]], PMag.Berol.1.200.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκτινοκράτωρ]], ο (Α)<br />αυτός που εξουσιάζει τις ακτίνες του ήλιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκτίς]]-<i>ῖνος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κράτωρ]] (μεταπλασμένος τ. του τέρματος -<i>κρατής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]], <i>κρατῶ</i>, με [[επίδραση]] τών ονομάτων σε -<i>τωρ</i>, [[πρβλ]]. [[ρήτωρ]], [[ἰάτωρ]], [[πράτωρ]] κ.λπ.].
|mltxt=[[ἀκτινοκράτωρ]], ο (Α)<br />αυτός που εξουσιάζει τις ακτίνες του ήλιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκτίς]]-<i>ῖνος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κράτωρ]] (μεταπλασμένος τ. του τέρματος -<i>κρατής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]], <i>κρατῶ</i>, με [[επίδραση]] τών ονομάτων σε -<i>τωρ</i>, [[πρβλ]]. [[ρήτωρ]], [[ἰάτωρ]], [[πράτωρ]] κ.λπ.].
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτῑνοκράτωρ Medium diacritics: ἀκτινοκράτωρ Low diacritics: ακτινοκράτωρ Capitals: ΑΚΤΙΝΟΚΡΑΤΩΡ
Transliteration A: aktinokrátōr Transliteration B: aktinokratōr Transliteration C: aktinokrator Beta Code: a)ktinokra/twr

English (LSJ)

lord of the sun's rays, PMag.Berol.1.200.

Greek Monolingual

ἀκτινοκράτωρ, ο (Α)
αυτός που εξουσιάζει τις ακτίνες του ήλιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτίς-ῖνος + -κράτωρ (μεταπλασμένος τ. του τέρματος -κρατής < κράτος, κρατῶ, με επίδραση τών ονομάτων σε -τωρ, πρβλ. ρήτωρ, ἰάτωρ, πράτωρ κ.λπ.].