ἀναγραμματίζω: Difference between revisions
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nagrammati/zw | |Beta Code=a)nagrammati/zw | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[write the letters of a name in direct and then in reverse order]], PMag.Leid.W.3.21 (Pass.), al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[transpose the letters]] of one word so as to form another, <span class="bibl">Eust.46.2</span>, <span class="bibl">488.12</span> (Pass.); e. g. <b class="b3">Ἥρα ἀήρ, ἀρετή ἐρατή, Ἀρσινόη ἴον Ἥρας, Πτολεμαῖος ἀπὸ μέλιτος</b>.</span> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[write the letters of a name in direct and then in reverse order]], PMag.Leid.W.3.21 (Pass.), al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[transpose the letters]] of one word so as to form another, <span class="bibl">Eust.46.2</span>, <span class="bibl">488.12</span> (Pass.); e. g. <b class="b3">Ἥρα ἀήρ, ἀρετή ἐρατή, Ἀρσινόη ἴον Ἥρας, Πτολεμαῖος ἀπὸ μέλιτος</b>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[escribir una palabra capicúa]] e.d. aquella cuya lectura resulta igual de derecha a izquierda que de izquierda a derecha como Βαϊνχωωωχωωωχνϊαβ <i>PMag</i>.13.106, cf. 13.183.<br /><b class="num">2</b> [[escribir diferentes palabras utilizando las mismas letras como]] Ἥρα, [[ἀήρ]] Eust.46.4. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναγραμματίζω''': [[μετατίθημι]] τὰ γράμματα λέξεώς τινος, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἀποτελῆται ἄλλη [[λέξις]], π.χ. ἡ [[λέξις]] Ἥρα γίνεται ἀήρ, ἡ [[ἀρετὴ]] ἐρατή, ἡ Ἀρσινόη ἴον Ἥρας, ὁ Πτολεμαῖος ἀπό μέλιτος καὶ πολλὰ ἄλλα, Εὐστ. καὶ ἀλλ. | |lstext='''ἀναγραμματίζω''': [[μετατίθημι]] τὰ γράμματα λέξεώς τινος, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἀποτελῆται ἄλλη [[λέξις]], π.χ. ἡ [[λέξις]] Ἥρα γίνεται ἀήρ, ἡ [[ἀρετὴ]] ἐρατή, ἡ Ἀρσινόη ἴον Ἥρας, ὁ Πτολεμαῖος ἀπό μέλιτος καὶ πολλὰ ἄλλα, Εὐστ. καὶ ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ [[ἀναγραμματίζω]])<br />[[αλλάζω]] τη [[σειρά]] τών γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης [[έτσι]] ώστε να σχηματιστεί νέα [[λέξη]] ή [[φράση]], π.χ. <i>αήρ</i>: <i>Ήρα</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανάγραμμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αναγραμματισμός]] <b>νεοελλ.</b> [[αναγραμμάτιση]]]. | |mltxt=(Μ [[ἀναγραμματίζω]])<br />[[αλλάζω]] τη [[σειρά]] τών γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης [[έτσι]] ώστε να σχηματιστεί νέα [[λέξη]] ή [[φράση]], π.χ. <i>αήρ</i>: <i>Ήρα</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανάγραμμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αναγραμματισμός]] <b>νεοελλ.</b> [[αναγραμμάτιση]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 1 October 2022
English (LSJ)
A write the letters of a name in direct and then in reverse order, PMag.Leid.W.3.21 (Pass.), al. II transpose the letters of one word so as to form another, Eust.46.2, 488.12 (Pass.); e. g. Ἥρα ἀήρ, ἀρετή ἐρατή, Ἀρσινόη ἴον Ἥρας, Πτολεμαῖος ἀπὸ μέλιτος.
Spanish (DGE)
1 escribir una palabra capicúa e.d. aquella cuya lectura resulta igual de derecha a izquierda que de izquierda a derecha como Βαϊνχωωωχωωωχνϊαβ PMag.13.106, cf. 13.183.
2 escribir diferentes palabras utilizando las mismas letras como Ἥρα, ἀήρ Eust.46.4.
German (Pape)
[Seite 184] ein Anagramm machen, die Buchstaben eines Wortes so umstellen, daß sie ein anderes bilden, Gramm., z. B. ἀναγραμματισθεὶς ὁ χόλος λόχον ποιεῖ· Ἀρσινόη, Ἥρας ἴον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγραμματίζω: μετατίθημι τὰ γράμματα λέξεώς τινος, οὕτως ὥστε νὰ ἀποτελῆται ἄλλη λέξις, π.χ. ἡ λέξις Ἥρα γίνεται ἀήρ, ἡ ἀρετὴ ἐρατή, ἡ Ἀρσινόη ἴον Ἥρας, ὁ Πτολεμαῖος ἀπό μέλιτος καὶ πολλὰ ἄλλα, Εὐστ. καὶ ἀλλ.
Greek Monolingual
(Μ ἀναγραμματίζω)
αλλάζω τη σειρά τών γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης έτσι ώστε να σχηματιστεί νέα λέξη ή φράση, π.χ. αήρ: Ήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγραμμα.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αναγραμματισμός νεοελλ. αναγραμμάτιση].