προπορεία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 , $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προπορεία:''' ἡ передовые части, авангард (τοὺς τόπους ταῖς προπορείαις ἐξερευνᾶσθαι Polyb.).
|elrutext='''προπορεία:''' ἡ [[передовые части]], [[авангард]] (τοὺς τόπους ταῖς προπορείαις ἐξερευνᾶσθαι Polyb.).
}}
}}

Revision as of 10:55, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπορεία Medium diacritics: προπορεία Low diacritics: προπορεία Capitals: ΠΡΟΠΟΡΕΙΑ
Transliteration A: proporeía Transliteration B: proporeia Transliteration C: proporeia Beta Code: proporei/a

English (LSJ)

ἡ, A those who go in front, advanced guard, Plb.9.5.8 (pl.).

German (Pape)

[Seite 741] ἡ, das Voraus- od. Vorangehen, Sp.; auch concret, die Vorangehenden, der Vortrab, Pol. 9, 5, 8.

Greek (Liddell-Scott)

προπορεία: ἡ, οἱ προπορευόμενοι, ἡ ἐμπροσθοφυλακή, Πολύβ. 9. 5, 8.

Greek Monolingual

η, ΝΑ προπορεύομαι
1. το να προχωρεί κανείς μπροστά
2. εμπροσθοφυλακή στρατεύματος
νεοελλ.
1. το να προηγείται κάτι πριν από κάτι άλλο, το να συντελείται κάτι από κάτι άλλο
2. το σύνολο τών προπορευόμενων ατόμων σε μια ομαδική κίνηση ή προσπάθεια, πρωτοπορία
3. φρ. α) «προπορεία ημιτονοειδούς μεγέθους»
(ηλεκτρολ.) η θετική διαφορά φάσης μεταξύ δύο ημιτονοειδών ηλεκτρικών μεγεθών, όπως είναι η τάση και η ένταση του εναλλασσόμενου ρεύματος
β) «προπορεία του ατμοσύρτη»
τεχνολ. διάταξη του ατμοσύρτη μιας ατμομηχανής στην οποία το όργανο αυτό προηγείται της κίνησης του εμβόλου.

Russian (Dvoretsky)

προπορεία:передовые части, авангард (τοὺς τόπους ταῖς προπορείαις ἐξερευνᾶσθαι Polyb.).