συμβουλευτής: Difference between revisions
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0980.png Seite 980]] ὁ, Berather, Rathgeber, Plat. Legg. XI, 921 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0980.png Seite 980]] ὁ, Berather, Rathgeber, Plat. Legg. XI, 921 a. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμβουλευτής -οῦ, ὁ [συμβουλεύω] raadgever, adviseur. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμβουλευτής:''' οῦ ὁ дающий совет, советующий Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ [[συμβουλεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει συμβουλές σε κάποιον, [[σύμβουλος]]<br /><b>2.</b> [[βουλευτής]] από την [[ίδια]] [[περιφέρεια]] ή [[κατά]] την [[ίδια]] χρονική περίοδο με κάποιον άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />(στην αρχαία [[Ρώμη]]) [[συγκλητικός]] [[κατά]] την [[ίδια]] περίοδο με άλλον. | |mltxt=ο, ΝΑ [[συμβουλεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει συμβουλές σε κάποιον, [[σύμβουλος]]<br /><b>2.</b> [[βουλευτής]] από την [[ίδια]] [[περιφέρεια]] ή [[κατά]] την [[ίδια]] χρονική περίοδο με κάποιον άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />(στην αρχαία [[Ρώμη]]) [[συγκλητικός]] [[κατά]] την [[ίδια]] περίοδο με άλλον. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 3 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A adviser, counsellor, Pl.Lg. 921a, LXX 1 Es.8.11. II (βουλευτής) fellow-councillor or -senator, Din.Fr.89.33; at Rome, D.C.59.26; in Roman Egypt, PGiss.34.7 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 980] ὁ, Berather, Rathgeber, Plat. Legg. XI, 921 a.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμβουλευτής -οῦ, ὁ [συμβουλεύω] raadgever, adviseur.
Russian (Dvoretsky)
συμβουλευτής: οῦ ὁ дающий совет, советующий Plat.
Greek (Liddell-Scott)
συμβουλευτής: -οῦ, (συμβουλεύω) ὁ συμβουλεύων, Λατιν. auctor, Πλάτ. Νόμ. 921Α. ΙΙ. (βουλευτὴς) σύντροφος βουλευτής, ὁ ὁμοῦ ὢν βουλευτής, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 159, Δίων Κ. 59. 26.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ συμβουλεύω
1. αυτός που δίνει συμβουλές σε κάποιον, σύμβουλος
2. βουλευτής από την ίδια περιφέρεια ή κατά την ίδια χρονική περίοδο με κάποιον άλλον
αρχ.
(στην αρχαία Ρώμη) συγκλητικός κατά την ίδια περίοδο με άλλον.