εὔκληρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] ein gutes Loos habend, glücklich, Poll. 3, 109; ἐΰκλαρον Σαλαμῖνα Antp. 45 (Plan. 296).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] ein gutes Loos habend, glücklich, Poll. 3, 109; ἐΰκλαρον Σαλαμῖνα Antp. 45 (Plan. 296).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien partagé, heureux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κλῆρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔκληρος''': -ον, [[τυχηρός]], [[εὐτυχής]], Ἀνθ. Πλαν. 296, πρβλ. Α. Β. 34. 25 ἐν λ. [[δύσκληρος]]. - ὁ Φώτιος ἑρμηνεύει: «[[εὐεπίτευκτος]]».
|lstext='''εὔκληρος''': -ον, [[τυχηρός]], [[εὐτυχής]], Ἀνθ. Πλαν. 296, πρβλ. Α. Β. 34. 25 ἐν λ. [[δύσκληρος]]. - ὁ Φώτιος ἑρμηνεύει: «[[εὐεπίτευκτος]]».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien partagé, heureux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κλῆρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκληρος Medium diacritics: εὔκληρος Low diacritics: εύκληρος Capitals: ΕΥΚΛΗΡΟΣ
Transliteration A: eúklēros Transliteration B: euklēros Transliteration C: eykliros Beta Code: eu)/klhros

English (LSJ)

Dor. εὐκλαρος, ον, fortunate, LXX De.4.20, APl.4.296 (Antip.), Ael. Fr.288: euphemism of the dead, BGU1209.5 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1075] ein gutes Loos habend, glücklich, Poll. 3, 109; ἐΰκλαρον Σαλαμῖνα Antp. 45 (Plan. 296).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien partagé, heureux.
Étymologie: εὖ, κλῆρος.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκληρος: -ον, τυχηρός, εὐτυχής, Ἀνθ. Πλαν. 296, πρβλ. Α. Β. 34. 25 ἐν λ. δύσκληρος. - ὁ Φώτιος ἑρμηνεύει: «εὐεπίτευκτος».

Greek Monolingual

εὔκληρος, -ον (ΑΜ) (Α δωρ. τ. εὔκλαρος, -ον)
1. αυτός που έχει καλή μοίρα, ο ευτυχής, ο τυχερός
2. (κατά τον Φώτιο) «εὐεπίτευκτος»
αρχ.
(κατ' ευφημισμό για νεκρούς) ο μακαρίτης («ὁ εὔκληρος ἀδελφός σου», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλήρος].

Greek Monotonic

εὔκληρος: -ον, τυχερός, ευτυχισμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-κληρος, ον
fortunate, happy, Anth.