εἱλιτενής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0729.png Seite 729]] [[ἄγρωστις]], durch Sümpfe ([[ἕλος]]) sich hinerstreckend, wuchernd, Theocr. 13, 42, vgl. gehol. u. E. M 299, 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0729.png Seite 729]] [[ἄγρωστις]], durch Sümpfe ([[ἕλος]]) sich hinerstreckend, wuchernd, Theocr. 13, 42, vgl. gehol. u. E. M 299, 18.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui s'allonge en spirale, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εἱλίσσω]], [[τείνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἱλιτενής''': -ές, ἐπίθ. τῆς ἀγρώστιδος, καὶ θάλλοντα σέλινα καὶ εἱλιτενὴς [[ἄγρωστις]], «ἐν τοῖς ἕλεσι γινομένη· [[ῥιζοβόλος]] γάρ, ἐπὶ πολὺ διικνουμένη· πλεονασμῷ τοῦ ι» Ἐτυμ. Μ. 299, 17.
|lstext='''εἱλιτενής''': -ές, ἐπίθ. τῆς ἀγρώστιδος, καὶ θάλλοντα σέλινα καὶ εἱλιτενὴς [[ἄγρωστις]], «ἐν τοῖς ἕλεσι γινομένη· [[ῥιζοβόλος]] γάρ, ἐπὶ πολὺ διικνουμένη· πλεονασμῷ τοῦ ι» Ἐτυμ. Μ. 299, 17.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui s'allonge en spirale, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εἱλίσσω]], [[τείνω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:55, 1 October 2022

German (Pape)

[Seite 729] ἄγρωστις, durch Sümpfe (ἕλος) sich hinerstreckend, wuchernd, Theocr. 13, 42, vgl. gehol. u. E. M 299, 18.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s'allonge en spirale, plante.
Étymologie: εἱλίσσω, τείνω.

Greek (Liddell-Scott)

εἱλιτενής: -ές, ἐπίθ. τῆς ἀγρώστιδος, καὶ θάλλοντα σέλινα καὶ εἱλιτενὴς ἄγρωστις, «ἐν τοῖς ἕλεσι γινομένη· ῥιζοβόλος γάρ, ἐπὶ πολὺ διικνουμένη· πλεονασμῷ τοῦ ι» Ἐτυμ. Μ. 299, 17.

Greek Monotonic

εἱλιτενής: -ές, προσων. του φυτού ἄγρωστις, σε Θεόκρ. (πιθ. από τα ἕλος, τείνω), αυτός που εξαπλώνεται μέσω των βάλτων.

Russian (Dvoretsky)

εἱλιτενής: ἕλος тянущийся по болотам, по друг. ἑλίσσω вьющийся (ἄγρωστις Theocr.).

Middle Liddell


epith. of the plant ἄγρωστις, Theocr., prob. from ἕλος, τείνω spreading through marshes.