σφετεριστής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' οῦ ὁ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σφετεριστής:''' οῦ ὁ захватчик Arst. | |elrutext='''σφετεριστής:''' οῦ ὁ [[захватчик]] Arst. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 15:45, 22 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A appropriator, opp. ἐπίτροπος, Id.Pol.1315b2.
Greek (Liddell-Scott)
σφετεριστής: ὁ, ὁ οἰκειοποιούμενος ἀλλότριον· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπίτροπος, μὴ σφετεριστὴν ἀλλ’ ἐπίτροπον Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui s'approprie le bien d’autrui.
Étymologie: σφετερίζω.
Greek Monolingual
ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν σφετερίζομαι
αυτός που οικειοποιείται παράνομα ξένο πράγμα.
Greek Monotonic
σφετεριστής: ὁ, αυτός που οικειοποιείται κάτι που δεν του ανήκει, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
σφετεριστής: οῦ ὁ захватчик Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφετεριστής -οῦ, ὁ [σφετερίζω] iemand die zich (iets) toe-eigent.
Middle Liddell
σφετεριστής, οῦ, ὁ, [from σφετερίζω
an appropriator, Arist.