πολυμέρεια: Difference between revisions
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polymereia | |Transliteration C=polymereia | ||
|Beta Code=polume/reia | |Beta Code=polume/reia | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[a consisting of many parts]], <span class="bibl">Ph.1.506</span>, <span class="title">Placit.</span>5.26.4, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span> 34</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:30, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, a consisting of many parts, Ph.1.506, Placit.5.26.4, Porph.Sent. 34.
German (Pape)
[Seite 666] ἡ, das aus vielen Theilen Bestehen, Plut. plac. phil. 5, 26.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμέρεια: ἡ, τὸ ἐκ πολλῶν μερῶν συνεστηκέναι, Φίλων 1. 506, Πλούτ. 2. 910C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
grand nombre de parties.
Étymologie: πολύς, μέρος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και πολυμερία, Μ πολυμερής
το να αποτελείται κάτι από πολλά μέρη
νεοελλ.
1. το να ασχολείται κανείς με πολλά
2. η επίδοση κάποιου σε πολλούς τομείς της γνώσης («πολυμέρεια μόρφωσης»)
3. χημ. α) η ιδιότητα του πολυμερούς
β) όρος που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στην οργανική χημεία και χαρακτήριζε τη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων χημικών ενώσεων τών οποίων τα μοριακά βάρη συμβαίνει να είναι πολλαπλάσια του ίδιου αριθμού.
Russian (Dvoretsky)
πολυμέρεια: ἡ наличие многих частей или элементов, сложность Plut.