ὄσχος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oschos
|Transliteration C=oschos
|Beta Code=o)/sxos
|Beta Code=o)/sxos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[ὦσχος]]; for <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.204</span>, v. [[ὄχος]].</span>
|Definition=ὁ, v. [[ὦσχος]]; for <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.204</span>, v. [[ὄχος]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:02, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄσχος Medium diacritics: ὄσχος Low diacritics: όσχος Capitals: ΟΣΧΟΣ
Transliteration A: óschos Transliteration B: oschos Transliteration C: oschos Beta Code: o)/sxos

English (LSJ)

ὁ, v. ὦσχος; for Hp.Mul.2.204, v. ὄχος.

German (Pape)

[Seite 401] ὁ, od. ὦσχος, = ὄσχη, ἡμερίδος, Ar. Ach. 961; bes. wie ὄσχη 1); bei Ath. XI, 795 f bezieht sich τρέχειν δ' αὐτοὺς ἔχοντας ἀμπέλου κλάδον κατάκαρπον, τὸν καλούμενον ὦσχον auf das im Folgenden erwähnte Fest.

Greek (Liddell-Scott)

ὄσχος: ὁ, = μόσχος (Α), νέον κλῆμα ἀμπέλου, μάλιστα μετὰ τῶν βοτρύων, ὄσχος ἡμερίδος Ἀριστοφ. Ἀχ. 997· Ἀθήνησιν ἀγῶνα ἐπιτελεῖσθαι τῶν ἐφήβων δρόμου· τρέχειν δὲ αὐτοὺς ἔχοντας ἀμπέλου κλάδον κατάκαρπον, τὸν καλούμενον ὄσχον (ὦσχον τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφ.) Ἀθήν. 495F· πρβλ. ὀσχοφορία. (Ἴδε ἐν λέξει ὄζος). - Ὑπάρχει καὶ τύπος ὄσχη, «ἡ δὲ ὄσχη κλῆμά ἐστι βότρυς ἐξηρτημένους ἔχον· ταύτην δὲ ἔνιοι ὀρεσχάδα καλοῦσιν» Σουΐδ., Ἁρποκρ., πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ὠσχοφόρια.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
jeune pousse, jeune branche.
Étymologie: DELG ὀ-, σχεῖν.

Greek Monotonic

ὄσχος: ὁ, = μόσχος, κλαδί αμπελιού, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὄσχος:отпрыск, побег (ἡμερίδος Arph.).

Middle Liddell

ὄσχος, ὁ, = μόσχος
a vine-branch, Ar.