συμμεταπίπτω: Difference between revisions
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symmetapipto | |Transliteration C=symmetapipto | ||
|Beta Code=summetapi/ptw | |Beta Code=summetapi/ptw | ||
|Definition= | |Definition=[[change along with]], τοῖς αὐτομολοῦσιν <span class="bibl">Aeschin.3.75</span>; τῷ συμφέροντι <span class="bibl">Arist.<span class="title">MM</span>1209b16</span>, cf. Gal.17(2).569, 18(2).203; τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ <span class="title">AP</span>9.584.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:35, 23 August 2022
English (LSJ)
change along with, τοῖς αὐτομολοῦσιν Aeschin.3.75; τῷ συμφέροντι Arist.MM1209b16, cf. Gal.17(2).569, 18(2).203; τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ AP9.584.14.
German (Pape)
[Seite 981] (s. πίπτω), mit umfallen, umschlagen, sich ändern, τινί, Pol. 9, 23, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συμμεταπίπτω: ὁμοῦ μεταπίπτω, συμμεταβάλλομαι, τοῖς αὐτομολοῦσιν Αἰσχίν. 64. 22· τῷ συμφέροντι Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 11, 18· τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ Ἀνθ. Π. 9. 584, 14.
French (Bailly abrégé)
1 déchoir ou dégénérer avec, τινι;
2 tomber d'accord avec.
Étymologie: σύν, μεταπίπτω.
Greek Monolingual
Α
μεταβάλλομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταπίπτω «μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι»].
Greek Monotonic
συμμεταπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, μεταβάλλομαι, μετασχηματίζομαι, αλλάζω από κοινού με άλλους, με δοτ., σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
συμμεταπίπτω: одновременно претерпевать изменения, соответственно меняться (τινί Aesch., Arst., Anth.): σ. ταῖς χρείαις Plut. меняться в зависимости от потребностей.
Middle Liddell
fut. -πεσοῦμαι
to change along with others, c. dat., Aeschin.