σεπτός: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0872.png Seite 872]] adj. verb. von [[σέβομαι]], verehrt, zu verehren, übh. = [[σεμνός]]; vom Nilstrome Aesch. Prom. 814.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0872.png Seite 872]] adj. verb. von [[σέβομαι]], verehrt, zu verehren, übh. = [[σεμνός]]; vom Nilstrome Aesch. Prom. 814.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />digne d'être honoré, auguste.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[σέβω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σεπτός''': ή, όν. ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[σέβομαι]], [[σεβαστός]], σ. Νείλου [[ῥέος]] Αἰσχύλ. Πρ. 812· σεπτὰ μορφὰ βασιληίδος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 989. 3, πρβλ. 991. 9· παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Δίων Κ. 53. 16, Ἐπίρρ. [[σεπτῶς]], Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σεπτά]]· [[θαυμαστά]]. [[σεβάσμια]]».
|lstext='''σεπτός''': ή, όν. ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[σέβομαι]], [[σεβαστός]], σ. Νείλου [[ῥέος]] Αἰσχύλ. Πρ. 812· σεπτὰ μορφὰ βασιληίδος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 989. 3, πρβλ. 991. 9· παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Δίων Κ. 53. 16, Ἐπίρρ. [[σεπτῶς]], Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σεπτά]]· [[θαυμαστά]]. [[σεβάσμια]]».
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />digne d'être honoré, auguste.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[σέβω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεπτός Medium diacritics: σεπτός Low diacritics: σεπτός Capitals: ΣΕΠΤΟΣ
Transliteration A: septós Transliteration B: septos Transliteration C: septos Beta Code: septo/s

English (LSJ)

ή, όν, holy, august, venerable, ἵησι σεπτὸν Νεῖλος εὔποτον ῥέος = Nile sends forth his hallowed and sweet stream A.Pr.812: in late Prose, D.C.53.16, Cod.Just.1.5.16. Adv. σεπτῶς = in sanctity, sacredly.

German (Pape)

[Seite 872] adj. verb. von σέβομαι, verehrt, zu verehren, übh. = σεμνός; vom Nilstrome Aesch. Prom. 814.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d'être honoré, auguste.
Étymologie: adj. verb. de σέβω.

Greek (Liddell-Scott)

σεπτός: ή, όν. ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σέβομαι, σεβαστός, σ. Νείλου ῥέος Αἰσχύλ. Πρ. 812· σεπτὰ μορφὰ βασιληίδος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 989. 3, πρβλ. 991. 9· παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Δίων Κ. 53. 16, Ἐπίρρ. σεπτῶς, Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεπτά· θαυμαστά. σεβάσμια».

Greek Monolingual

-ή, -ό / σεπτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
σεβαστός, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος (α. «το σεπτό λείψανο του αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῑλος ῥέος», Αισχύλ.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «σεπτά
θαυμαστά
σεβάσμια».
επίρρ...
σεπτώς / σεπτῶς ΝΜΑ, και σεπτά Ν
κατά τρόπο σεπτό, με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεβ-τός < σέβομαι].

Greek Monotonic

σεπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του σέβομαι, αξιοσέβαστος, σεβαστός, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεπτός -ή -όν [σέβω] vererenswaardig.

Russian (Dvoretsky)

σεπτός: [adj. verb. к σέβω благоговейно чтимый, священный (Νείλου ῥέος Aesch.).

Middle Liddell

σεπτός, ή, όν verb. adj. of σέβομαι
august, Aesch.