παιδομαθής: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0441.png Seite 441]] ές, als Kind gelernt habend, früh unterrichtet; Hippocr.; [[πρός]] τι, Antidot. bei Ath. VI, 240 c; [[περί]] τι, Pol. 3, 71, 6. 89, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0441.png Seite 441]] ές, als Kind gelernt habend, früh unterrichtet; Hippocr.; [[πρός]] τι, Antidot. bei Ath. VI, 240 c; [[περί]] τι, Pol. 3, 71, 6. 89, 5.
}}
{{elnl
|elnltext=παιδομαθής -ές [παῖς, μανθάνω] van jongs af lerend of geleerd.
}}
{{elru
|elrutext='''παιδομᾰθής:''' [[с детства обученный]] (περὶ τὰ [[πολεμικά]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παιδομαθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έμαθε, που διδάχθηκε [[κάτι]] από την παιδική [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> αυτός που ασχολήθηκε και επιδόθηκε σε [[κάτι]] πρόωρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]])].
|mltxt=[[παιδομαθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έμαθε, που διδάχθηκε [[κάτι]] από την παιδική [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> αυτός που ασχολήθηκε και επιδόθηκε σε [[κάτι]] πρόωρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''παιδομᾰθής:''' [[с детства обученный]] (περὶ τὰ [[πολεμικά]] Polyb.).
}}
{{elnl
|elnltext=παιδομαθής -ές [παῖς, μανθάνω] van jongs af lerend of geleerd.
}}
}}

Revision as of 11:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδομᾰθής Medium diacritics: παιδομαθής Low diacritics: παιδομαθής Capitals: ΠΑΙΔΟΜΑΘΗΣ
Transliteration A: paidomathḗs Transliteration B: paidomathēs Transliteration C: paidomathis Beta Code: paidomaqh/s

English (LSJ)

ές, having learnt in childhood, Hp.Lex 2; precociously quick, π. πρός τι Antid.2.5; περὶ τὰ πολεμικά Plb.3.71.6; τινος Longin.44.3.

German (Pape)

[Seite 441] ές, als Kind gelernt habend, früh unterrichtet; Hippocr.; πρός τι, Antidot. bei Ath. VI, 240 c; περί τι, Pol. 3, 71, 6. 89, 5.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδομαθής -ές [παῖς, μανθάνω] van jongs af lerend of geleerd.

Russian (Dvoretsky)

παιδομᾰθής: с детства обученный (περὶ τὰ πολεμικά Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

παιδομαθής: -ές, ὁ μαθὼν ἐν τῇ παιδικῆ αὐτοῦ ἡλικίᾳ, Ἱππ. Λεξ.· π. πρός τι (ἐνταῦθα σημαίνει τὸν προώρως ἐπιδόντα εἴς τι) Ἀντίδοτος ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1· περί τι Πολύβ. 3. 71, 6· τινος Λογγῖν. 44. 3.

Greek Monolingual

παιδομαθής, -ές (Α)
1. αυτός που έμαθε, που διδάχθηκε κάτι από την παιδική ηλικία
2. αυτός που ασχολήθηκε και επιδόθηκε σε κάτι πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -μαθής (< μανθάνω)].