πατρωνυμικός: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0537.png Seite 537]] ή, όν, nach der Benennung vom Vater her, nach dem Namen des Vaters gebildet, bes. τὸ πατρωνυμικόν, sc. [[ὄνομα]], der Name, der von des Vaters Namen abgeleitet wird, um Einen zu bezeichnen, wie Πηλείδης, des Peleus Sohn, d. i. Achilleus, Gramm. u. Scholl., die auch das adv. brauchen, Schol. Il. 1, 392.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0537.png Seite 537]] ή, όν, nach der Benennung vom Vater her, nach dem Namen des Vaters gebildet, bes. τὸ πατρωνυμικόν, sc. [[ὄνομα]], der Name, der von des Vaters Namen abgeleitet wird, um Einen zu bezeichnen, wie Πηλείδης, des Peleus Sohn, d. i. Achilleus, Gramm. u. Scholl., die auch das adv. brauchen, Schol. Il. 1, 392.
}}
{{elru
|elrutext='''πατρωνῠμικός:''' [[произведенный от имени отца]], [[служащий отчеством]] Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πατρωνυμικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πατρώνυμος]]<br />αυτός που προέρχεται, που σχηματίστηκε από το πατρικό όνομα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> <i>τα πατρωνυμικά</i><br />(ενν. <i>ονόματα</i>) τα κύρια ονόματα που σχηματίζονται από το όνομα του [[πατέρα]] ή του γενάρχη της οικογένειας και σημαίνουν την [[καταγωγή]] από αυτούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πατρωνυμικόν</i><br />όνομα ή [[τύπος]] που σχηματίστηκε από το πατρικό όνομα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πατρωνυμικῶς</i> Μ<br />με πατρωνυμικό («προσαγορευθῆναι πατρωνυμικῶς», Επιφάν.).
|mltxt=-ή, -ό / [[πατρωνυμικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πατρώνυμος]]<br />αυτός που προέρχεται, που σχηματίστηκε από το πατρικό όνομα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> <i>τα πατρωνυμικά</i><br />(ενν. <i>ονόματα</i>) τα κύρια ονόματα που σχηματίζονται από το όνομα του [[πατέρα]] ή του γενάρχη της οικογένειας και σημαίνουν την [[καταγωγή]] από αυτούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πατρωνυμικόν</i><br />όνομα ή [[τύπος]] που σχηματίστηκε από το πατρικό όνομα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πατρωνυμικῶς</i> Μ<br />με πατρωνυμικό («προσαγορευθῆναι πατρωνυμικῶς», Επιφάν.).
}}
{{elru
|elrutext='''πατρωνῠμικός:''' [[произведенный от имени отца]], [[служащий отчеством]] Sext.
}}
}}

Revision as of 15:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρωνῠμικός Medium diacritics: πατρωνυμικός Low diacritics: πατρωνυμικός Capitals: ΠΑΤΡΩΝΥΜΙΚΟΣ
Transliteration A: patrōnymikós Transliteration B: patrōnymikos Transliteration C: patronymikos Beta Code: patrwnumiko/s

English (LSJ)

ή, όν, derived from one's father's name, patronymic, ὄνομα D.H.3.48, cf. D.T.634.26, S.E.M. 1.133; τύπος A.D.Conj.248.6: -κόν, τό, ib.7.

German (Pape)

[Seite 537] ή, όν, nach der Benennung vom Vater her, nach dem Namen des Vaters gebildet, bes. τὸ πατρωνυμικόν, sc. ὄνομα, der Name, der von des Vaters Namen abgeleitet wird, um Einen zu bezeichnen, wie Πηλείδης, des Peleus Sohn, d. i. Achilleus, Gramm. u. Scholl., die auch das adv. brauchen, Schol. Il. 1, 392.

Russian (Dvoretsky)

πατρωνῠμικός: произведенный от имени отца, служащий отчеством Sext.

Greek (Liddell-Scott)

πατρωνῠμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πατρικὸν ὄνομαὅμοιος πρὸς αὐτό· - τὸ πατρωνυμικὸν (ἐξυπ. ὄνομα) = τῷ προηγ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 133, Γραμμ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πατρωνυμικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πατρώνυμος
αυτός που προέρχεται, που σχηματίστηκε από το πατρικό όνομα
νεοελλ.
γραμμ. τα πατρωνυμικά
(ενν. ονόματα) τα κύρια ονόματα που σχηματίζονται από το όνομα του πατέρα ή του γενάρχη της οικογένειας και σημαίνουν την καταγωγή από αυτούς
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πατρωνυμικόν
όνομα ή τύπος που σχηματίστηκε από το πατρικό όνομα.
επίρρ...
πατρωνυμικῶς Μ
με πατρωνυμικό («προσαγορευθῆναι πατρωνυμικῶς», Επιφάν.).