περισσόσαρκος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει περιττές σάρκες, ο υπερβολικά [[πολύσαρκος]], [[σωματώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>), | |mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει περιττές σάρκες, ο υπερβολικά [[πολύσαρκος]], [[σωματώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>), [[πρβλ]]. [[λιπόσαρκος]], [[μικρόσαρκος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:55, 9 May 2023
English (LSJ)
ον, over-fleshy, Suid. s.v. Πρίαπος.
German (Pape)
[Seite 593] übermäßig fleischig, wohlbeleibt, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
περισσόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων περιττὰς σάρκας, ὑπὲρ τὸ δέον πολύσαρκος, Σουΐδ. ἐν λέξ. Πρίαπος (3).
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει περιττές σάρκες, ο υπερβολικά πολύσαρκος, σωματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπόσαρκος, μικρόσαρκος].