πολυβόητος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>για πρόσ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[γύρω]] από τον εαυτό του πολύ θόρυβο, [[περιβόητος]]<br /><b>2.</b> πολύ [[ηχηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βοητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοῶ</i>), | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>για πρόσ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[γύρω]] από τον εαυτό του πολύ θόρυβο, [[περιβόητος]]<br /><b>2.</b> πολύ [[ηχηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βοητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοῶ</i>), [[πρβλ]]. [[περιβόητος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, much-talked-of, gloss on παλαίφατος, Sch.A.Supp.532; much-sounding, gloss on πολυάχητος, Sch. E.Alc.918.
German (Pape)
[Seite 660] viel gerufen, sehr berühmt, Schol. Aesch. Suppl. 535.
Greek (Liddell-Scott)
πολυβόητος: -ον, ὁ περὶ οὗ πολὺν λόγος ἐγένετο, περιβόητος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 532· ὁ πολὺ ἠχῶν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀλκ. 918.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για πρόσ.)
1. αυτός που προκαλεί γύρω από τον εαυτό του πολύ θόρυβο, περιβόητος
2. πολύ ηχηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βοητός (< βοῶ), πρβλ. περιβόητος].