σπαστικός: Difference between revisions
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0918.png Seite 918]] ziehend, zuckend, Arist. H. A. 10, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0918.png Seite 918]] ziehend, zuckend, Arist. H. A. 10, 1. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπαστικός:''' [[втягивающий]], [[вбирающий внутрь]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σπαστικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για παθολογική [[κατάσταση]]) αυτός που προκαλείται ή συνοδεύεται από σπασμούς (α. «σπαστική [[βρογχίτιδα]]» β. «σπαστική [[κολίτιδα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σπαστικά</i><br /><b>ιατρ.</b> [[παιδιά]] που πάσχουν από βρεφική [[εγκεφαλοπάθεια]] οφειλόμενη σε συνθήκες ανοξίας [[κατά]] τον τοκετό<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> πολύ [[ενοχλητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που απορροφά, [[απορροφητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[σπαστικός]] έχει προέλθει από το ρηματ. επίθ. του [[σπάω]] / <i>σπώ</i>, το οποίο απαντά μόνο σε συνθ. τ. με τη [[μορφή]] -<i>σπαστος</i>]. | |mltxt=-ή, -ό / [[σπαστικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για παθολογική [[κατάσταση]]) αυτός που προκαλείται ή συνοδεύεται από σπασμούς (α. «σπαστική [[βρογχίτιδα]]» β. «σπαστική [[κολίτιδα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σπαστικά</i><br /><b>ιατρ.</b> [[παιδιά]] που πάσχουν από βρεφική [[εγκεφαλοπάθεια]] οφειλόμενη σε συνθήκες ανοξίας [[κατά]] τον τοκετό<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> πολύ [[ενοχλητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που απορροφά, [[απορροφητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[σπαστικός]] έχει προέλθει από το ρηματ. επίθ. του [[σπάω]] / <i>σπώ</i>, το οποίο απαντά μόνο σε συνθ. τ. με τη [[μορφή]] -<i>σπαστος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, drawing in, absorbing, τῆς τροφῆς Arist.PA683a22, cf. Pr.881b15; σ. ζῴδια Cat. Cod.Astr. 1.166, 4.152, 8(3).100.
German (Pape)
[Seite 918] ziehend, zuckend, Arist. H. A. 10, 1.
Russian (Dvoretsky)
σπαστικός: втягивающий, вбирающий внутрь Arst.
Greek (Liddell-Scott)
σπαστικός: -ή, -όν, (σπάω) ὁ συνέλκων, ἀπορροφῶν, πρὸς αὐτὴν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 4· τῆς τροφῆς ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 13.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σπαστικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. (για παθολογική κατάσταση) αυτός που προκαλείται ή συνοδεύεται από σπασμούς (α. «σπαστική βρογχίτιδα» β. «σπαστική κολίτιδα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπαστικά
ιατρ. παιδιά που πάσχουν από βρεφική εγκεφαλοπάθεια οφειλόμενη σε συνθήκες ανοξίας κατά τον τοκετό
3. μτφ. πολύ ενοχλητικός
αρχ.
αυτός που απορροφά, απορροφητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σπαστικός έχει προέλθει από το ρηματ. επίθ. του σπάω / σπώ, το οποίο απαντά μόνο σε συνθ. τ. με τη μορφή -σπαστος].