σμικρύνω: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=smikryno | |Transliteration C=smikryno | ||
|Beta Code=smikru/nw | |Beta Code=smikru/nw | ||
|Definition=[[think meanly of]], τὰς προτάσεις | |Definition=[[think meanly of]], τὰς προτάσεις App.''Mac.''9.3; cf. [[μικρύνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
think meanly of, τὰς προτάσεις App.Mac.9.3; cf. μικρύνω.
German (Pape)
[Seite 911] att. statt μικρύνω.
French (Bailly abrégé)
att. c. μικρύνω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σμικρός
νεοελλ.
1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω ως προς τις διαστάσεις, σε αντιδιαστολή προς το μεγεθύνω
2. αναπαριστώ κάτι σε μικρότερο μέγεθος
μσν.-αρχ.
υποβιβάζω, ταπεινώνω
αρχ.
θεωρώ κάτι ευτελές, ασήμαντο.