στροφοδινέομαι: Difference between revisions
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 10: | Line 10: | ||
|Definition=Pass., [[wheel eddying round]], of vultures wheeling round their nest, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>51</span> (anap.): cf. [[στρεφεδινέω]]. | |Definition=Pass., [[wheel eddying round]], of vultures wheeling round their nest, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>51</span> (anap.): cf. [[στρεφεδινέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=στροφοδινέομαι [~ στρεφεδινέω] rondcirkelen. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στροφοδῑνέομαι:''' ([[δινέω]]), Παθ., [[κυλώ]] περιστροφικά γύρω από, περιστρέφομαι, περιδινίζομαι, στροβιλίζομαι, λέγεται για τους γύπες που πετούν γύρω από τη [[φωλιά]] τους, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''στροφοδῑνέομαι:''' ([[δινέω]]), Παθ., [[κυλώ]] περιστροφικά γύρω από, περιστρέφομαι, περιδινίζομαι, στροβιλίζομαι, λέγεται για τους γύπες που πετούν γύρω από τη [[φωλιά]] τους, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''στροφοδῑνέομαι''': Παθητ., περιδινοῦμαι, περιστρέφομαι, ἐπὶ τῶν γυπῶν περιιπταμένων περὶ τὴν φωλεὰν των, «κλωθογυρίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 51. - Πρβλ. [[στρεφεδινέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=στροφο-δῑνέομαι, [[δινέω]]<br />Pass. to [[wheel]] eddying [[round]], of vultures wheeling [[round]] [[their]] [[nest]], Aesch. | |mdlsjtxt=στροφο-δῑνέομαι, [[δινέω]]<br />Pass. to [[wheel]] eddying [[round]], of vultures wheeling [[round]] [[their]] [[nest]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 6 October 2022
English (LSJ)
Pass., wheel eddying round, of vultures wheeling round their nest, A.Ag.51 (anap.): cf. στρεφεδινέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στροφοδινέομαι [~ στρεφεδινέω] rondcirkelen.
Greek Monotonic
στροφοδῑνέομαι: (δινέω), Παθ., κυλώ περιστροφικά γύρω από, περιστρέφομαι, περιδινίζομαι, στροβιλίζομαι, λέγεται για τους γύπες που πετούν γύρω από τη φωλιά τους, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
στροφοδῑνέομαι: Παθητ., περιδινοῦμαι, περιστρέφομαι, ἐπὶ τῶν γυπῶν περιιπταμένων περὶ τὴν φωλεὰν των, «κλωθογυρίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 51. - Πρβλ. στρεφεδινέω.
Middle Liddell
στροφο-δῑνέομαι, δινέω
Pass. to wheel eddying round, of vultures wheeling round their nest, Aesch.