συρράσσω: Difference between revisions
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=surra/ssw | |Beta Code=surra/ssw | ||
|Definition=Att. συρράττω, [[dash together]], [[fight with]], ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι <span class="bibl">Th.8.96</span>; ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.3.19</span>, cf. <span class="bibl">7.5.16</span>; σ. εἰς τὴν μάχην <span class="bibl">D.S.16.4</span>; of ships, <span class="bibl">Id.20.51</span>; of rivers, [[meet with a roar]], <span class="bibl">Id.17.97</span>; τοῦ κουφοτάτου καὶ βαρυτάτου . . συρραξάντων διαμάχη <span class="bibl">Ph.2.513</span>. | |Definition=Att. συρράττω, [[dash together]], [[fight with]], ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι <span class="bibl">Th.8.96</span>; ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.3.19</span>, cf. <span class="bibl">7.5.16</span>; σ. εἰς τὴν μάχην <span class="bibl">D.S.16.4</span>; of ships, <span class="bibl">Id.20.51</span>; of rivers, [[meet with a roar]], <span class="bibl">Id.17.97</span>; τοῦ κουφοτάτου καὶ βαρυτάτου . . συρραξάντων διαμάχη <span class="bibl">Ph.2.513</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=en venir aux mains, se heurter avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ῥάσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συρράσσω''': Ἀττ. -ττω, = [[συρρήγνυμι]] ΙΙ, (πρβλ. [[σύρραγμα]]), συγκρούομαι, [[μάχομαι]] [[πρός]] τινα, Λατ. confligere cum aliquo, ἄδηλον ὂν [[ὁπότε]] σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Θουκ. 8. 96· [[ἀντιμέτωπος]] συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 19, πρβλ. 7. 5, 16· σ. εἰς τὴν μάχην Διόδ. 16. 4· ἐπὶ πλοίων, [[αὐτόθι]] 20. 51· ἐπὶ ποταμῶν, ὧν τὰ ὕδατα μετὰ πατάγου ἑνοῦνται, [[αὐτόθι]] 17. 97. | |lstext='''συρράσσω''': Ἀττ. -ττω, = [[συρρήγνυμι]] ΙΙ, (πρβλ. [[σύρραγμα]]), συγκρούομαι, [[μάχομαι]] [[πρός]] τινα, Λατ. confligere cum aliquo, ἄδηλον ὂν [[ὁπότε]] σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Θουκ. 8. 96· [[ἀντιμέτωπος]] συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 19, πρβλ. 7. 5, 16· σ. εἰς τὴν μάχην Διόδ. 16. 4· ἐπὶ πλοίων, [[αὐτόθι]] 20. 51· ἐπὶ ποταμῶν, ὧν τὰ ὕδατα μετὰ πατάγου ἑνοῦνται, [[αὐτόθι]] 17. 97. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:35, 2 October 2022
English (LSJ)
Att. συρράττω, dash together, fight with, ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Th.8.96; ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις X.HG4.3.19, cf. 7.5.16; σ. εἰς τὴν μάχην D.S.16.4; of ships, Id.20.51; of rivers, meet with a roar, Id.17.97; τοῦ κουφοτάτου καὶ βαρυτάτου . . συρραξάντων διαμάχη Ph.2.513.
French (Bailly abrégé)
en venir aux mains, se heurter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ῥάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
συρράσσω: Ἀττ. -ττω, = συρρήγνυμι ΙΙ, (πρβλ. σύρραγμα), συγκρούομαι, μάχομαι πρός τινα, Λατ. confligere cum aliquo, ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Θουκ. 8. 96· ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 19, πρβλ. 7. 5, 16· σ. εἰς τὴν μάχην Διόδ. 16. 4· ἐπὶ πλοίων, αὐτόθι 20. 51· ἐπὶ ποταμῶν, ὧν τὰ ὕδατα μετὰ πατάγου ἑνοῦνται, αὐτόθι 17. 97.
Greek Monolingual
και συρρήσσω και αττ. τ. συρράττω Α
1. συγκρούομαι, συμπλέκομαι με κάποιον
2. (για ποταμούς) συναντιέμαι με πάταγο («μεγάλων... ῥείθρων εἰς ἕνα τόπον συρραττόντων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ῥάσσω / ῥήσσω «χτυπώ»].
Greek Monotonic
συρράσσω: Αττ. -ττω = συρρήγνυμι II, συγκρούομαι, εμπλέκομαι σε μάχη με άλλους, με δοτ., σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συρράσσω: атт. συρράττω сталкиваться, сшибаться (τινί Thuc., Xen.): σ. εἰς τὴν μάχην Diod. вступать в бой.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συρράσσω, Att. ook συρράττω [σύν, ῥάσσω] aor. συνέρραξα; fut. ξυρράξω Thuc. 8.96.2, (op elkaar) botsen, slaags raken (met); met dat.: τοῖς Θηβαίοις met de Thebanen Xen. Hell. 4.3.19.