συχνάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συχνιάζω]] Ν [[συχνός]] / [[συχνιός]]]<br />[[πηγαίνω]] σε ένα [[μέρος]] [[συχνά]], [[είμαι]] [[τακτικός]] [[θαμώνας]] [[κάπου]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συχνιάζω]] Ν [[συχνός]] / [[συχνιός]]]<br />[[πηγαίνω]] σε ένα [[μέρος]] [[συχνά]], [[είμαι]] [[τακτικός]] [[θαμώνας]] [[κάπου]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[häufig]] sein, [[häufig]] tun, [[kommen]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:40, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠχνάζω Medium diacritics: συχνάζω Low diacritics: συχνάζω Capitals: ΣΥΧΝΑΖΩ
Transliteration A: sychnázō Transliteration B: sychnazō Transliteration C: sychnazo Beta Code: suxna/zw

English (LSJ)

to be frequent, do or come frequently, = θαμίζω, EM299.31.

Greek (Liddell-Scott)

συχνάζω: μέλλ. -άσω, ὡς καὶ νῦν, = θαμίζω, Εὐστ. Πονημάτ. 242. 79, ἐτυμολ. Μέγ. 249. 21.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συχνιάζω Ν συχνός / συχνιός]
πηγαίνω σε ένα μέρος συχνά, είμαι τακτικός θαμώνας κάπου.

German (Pape)

häufig sein, häufig tun, kommen, Sp.