χειρονόμος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheironomos
|Transliteration C=cheironomos
|Beta Code=xeiro/nomos
|Beta Code=xeiro/nomos
|Definition=(parox.), ὁ, [[one who moves the hands in pantomimic gestures]], [[posture-master]], Hsch.
|Definition=(parox.), ὁ, [[one who moves the hands in pantomimic gestures]], [[posture-master]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρονόμος Medium diacritics: χειρονόμος Low diacritics: χειρονόμος Capitals: ΧΕΙΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: cheironómos Transliteration B: cheironomos Transliteration C: cheironomos Beta Code: xeiro/nomos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, one who moves the hands in pantomimic gestures, posture-master, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1346] die Hände nach gewissen Regeln bewegend, bes. beim Tanzen, un Etwas dadurch auszudrücken, gesticulirend, ὁ χειρ., der mimisch darstellende Künstler, Pantomimus der Römer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειρονόμος: ὁ, ὁ κινῶν τὰς χεῖρας παντομιμικῶς, διδάσκαλος τῆς χειρονομίας, «χειρονόμος· ὀρχηστὴς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που συνηθίζει να κάνει χειρονομίες
2. ζωολ. γένος μικρόσωμων δίπτερων εντόμων που μοιάζουν με κουνούπια αλλά δεν έχουν νύσσοντα όργανα, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας χειρονομίδες
αρχ.
δάσκαλος της παντομίμας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -νομος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chironomus].